ἀπόλειψις

From LSJ
Revision as of 13:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλειψις Medium diacritics: ἀπόλειψις Low diacritics: απόλειψις Capitals: ΑΠΟΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: apóleipsis Transliteration B: apoleipsis Transliteration C: apoleipsis Beta Code: a)po/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπολείπω) A abandonment, ἡ ἀπόλειψις τοῦ στρατοπέδου Th.7.75; defection, Id.4.126; desertion of a husband by his wife (cf. ἀπολείπω 11.1), D.30.15; ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (v. ἀπογράφω ΙΙΙ.2) ib.17 (but also, = ἀπόπεμψις, ἀπόλειψιν γράψασθαι Plu.2.100e); desertion by soldiers, seamen, etc., X.HG4.1.28, D.50.11. II intr., deficiency, of rivers, failing, Arist.Mete.351a21 (pl.); of the moon, waning, Id.GA767a5; of the sun, departure to southern hemisphere, Jul.Or.4.137d. 2 death, δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀ. Emp.17.3; ἀπόλειψις τοῦ ζῆν Hyp.Epit.24; ἐκ τοῦ ὄντος Porph.Sent.20. III in Law, default, Cod.Just. 1.4.18.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1abandono esp. en cont. milit. deserción c. gen. subjet. de pers. τῶν ἡμετέρων Th.4.126, τοῦ Σπιθριδάτου X.HG 4.1.28
c. gen. obj. τοῦ στρατοπέδου Th.7.75
abs. de unos marineros ἀπόλειψίς τε γὰρ πλείστη γίγνεται D.50.11
abandono, separación matrimonial τούτους πεποιῆσθαι τὴν ἀπόλειψιν D.30.15, τὴν ἀπόλειψιν οὗτοι πρὸς τὸν ἄρχοντ' ἀπεγράψαντο D.30.17.
2 ref. a la ‘vida’, la ‘existenciadestrucción, muerte op. γένεσις: δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀπόλειψις Emp.B 17.3
c. gen. τοῦ ζῆν Hyp.Epit.24, ἐκ τοῦ ὄντος Porph.Sent.20.
3 prosod. falta τοῦ χρόνου del verso acéfalo, D.T.Fr.13.
II legado, herencia, MAMA 8.451.12, 452 (Afrodisias), SEG 32.1537.5 (Gerasa II d.C.).
III cese gener. c. gen. ἡ ἀ. τῶν ἐπιμηνίων la menopausia Hp.Mul.2.137, cf. Arist.HA 638b25
de la luna desaparición cuando es luna nueva, Arist.GA 767a5, del sol, Iul.Or.11.137d
extinción del fuego, Thphr.Ign.10, τοῦ θερμοῦ Arist.Mete.346b30, del caudal de los ríos, Arist.Mete.351a21
carencia, falta τοῦ ἐν φιλοσοφίᾳ φωτός Marin.Procl.37.
IV jur. no comparecencia, rebeldía ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ ἀπολείψεως POxy.135.28 (VI d.C.), cf. Cod.Iust.1.4.18.

German (Pape)

[Seite 311] ἡ, das Verlassen, Thuc. 7, 75; bes. von Soldaten, Desertion, Xen. Hell. 4, 1, 28; Dem. 50, 11 u. ff.; Ehescheidung, 30, 15 u. öfter; – das Zurückbleiben, Thuc. 4, 126; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Arist. gen. an. 2, 4; Empedocl. 36 Ggstz γένεσις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. abandon départ ; particul. abandon d'un poste militaire, désertion;
II. action de rester en arrière, de faire défaut, de manquer.
Étymologie: ἀπολείπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλειψις: -εως, ἡ, (ἀπολείπω) ἐγκατάλειψις ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· ἐγκατάλειψις τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ. (πρβλ. ἀπολείπω ΙΙ., ἀπόπεμψις), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε ἀπογράφω ΙΙΙ. 2) αὐτόθι 17· ὡσαύτως ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., λιποταξία, ἀπόδρασις, Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, ἔλλειψις, Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν ἐλάττωσις, κατάπτωσις, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· οὕτως ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - θάνατος, δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ’ ἀπόλειψις Ἐμπεδ. 64· οὕτως ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.

Greek Monolingual

ἀπόλειψις, η (Α) απολείπω
1. εγκαταλειψη
2. στρ. λιποταξία, απόδραση
3. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία
4. (για ποτάμι) ελάττωση των νερών
5. θάνατος.

Greek Monotonic

ἀπόλειψις: -εως, ἡ (ἀπολείπω
I. εγκατάλειψη, παραμέληση, λέγεται για πράγματα, σε Θουκ.· εγκατάλειψη ενός άνδρα από τη σύζυγό του, σε Δημ.· εγκατάλειψη από τους στρατιώτες της θέσης τους, σε Ξεν. κ.λπ.
II. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλειψις: εως ἡ
1) оставление, уход (τοῦ στρατοπέδου Thuc.);
2) расторжение брака, развод (ἀπὁλειψιν ἀπογράφεσθαι Dem. или γράφειν Plut.);
3) побег из армии, дезертирство Xen., Dem.;
4) убывание (τοῦ ποταμοῦ, τῆς σελήνης Arst.);
5) кончина, смерть (θνητῶν γένεσις καὶ ἀ. Emped.).

Middle Liddell

ἀπολείπω
I. a forsaking, abandonment, of a thing, Thuc.: desertion of a husband by his wife, Dem.; of their post by soldiers, Xen., etc.
II. intr. a falling short, deficiency, Thuc.