ὁμωρόφιος

From LSJ
Revision as of 17:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμωρόφιος Medium diacritics: ὁμωρόφιος Low diacritics: ομωρόφιος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΙΟΣ
Transliteration A: homōróphios Transliteration B: homōrophios Transliteration C: omorofios Beta Code: o(mwro/fios

English (LSJ)

ον, (ὄροφος) being under the same roof with or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.

German (Pape)

[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. ὁμώροφος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.

Greek Monolingual

ὁμωρόφιος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμωρόφιος: -ον (ὄροφος), αυτός που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο, με δοτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμωρόφιος: живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.).

Middle Liddell

ὁμ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
lodging under the same roof with another, c. dat., Dem., Babr.

English (Woodhouse)

living under the same roof

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)