παστάς

From LSJ
Revision as of 21:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστάς Medium diacritics: παστάς Low diacritics: παστάς Capitals: ΠΑΣΤΑΣ
Transliteration A: pastás Transliteration B: pastas Transliteration C: pastas Beta Code: pasta/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A porch in front of the house, Hdt.2.148 (pl.), 169. 2 colonnade, such as ran round temples, X.Mem.3.8.9(pl.), prob. for παραστάσι in Id.Hier.11.2; τὰς δὲ παστάδας κοινὰς εἶμεν πάντεσσι, at Delphi, IG22.1126.22, cf. 42(1).109 ii 122 (Epid.); = Lat. porticus, D.H.4.44 (pl.), Plu.Galb.25. 3 part of the house next the porch, hall, A.R.1.789, AP6.172. II inner room, bridal chamber, ἀκτέριστον ἀμφὶ π., of the cave in which Antigone was immured, S.Ant. 1207; κεδρωτὰ παστάδων τέραμνα E.Or.1371 (lyr.), cf. Theoc.24.46, AP9.245 (Antiphan.), Menemach. ap. Orib.10.14.3; παστάδος ὥρη, of marriageable age, Epigr.Gr.521 (Thessalonica), cf.Chor.in Rev.Phil. 1.241; ἄμοιρος ἔτι παστάδος, of a bachelor, Id.Proc.1, cf. 4.

German (Pape)

[Seite 532] άδος, ἡ, die Vorhalle vor dem Hause, Her. 2, 148. 169, wofür bei Hom. αἴθο υσα steht; späterhin, wie στοά, Säulenhalle, Säulengang, bes. vor Tempeln, porticus, Xen. Hier. 11, 2 Mem. 3, 8, 9; Plut. Galb. 25 u. öfter; D. Hal. 4, 44 u. a. Sp.; auch die basilica der Römer, D. Hal. 3, 21. – Der zunächst an die Vorhalle stoßende Theil des Hauses, Vorsaal, bei Hom. πρόδομος, Agath. 31 (VI, 172); Ep. ad. 11 (XII, 91). – Uebh. wie θάλαμος, ein inneres Gemach, bes. Braut-, Schlafgemach, Eur. Or. 1371; Theocr. 24, 46; ἀκτέριστος, vom Grabmal, Soph. Ant. 1207. – Die Alten leiteten es ab von πάσασθαι, πατέομαι, also eigtl. Speisehalle, oder von πάσσω = ποικίλλω (vgl. παστός), noch Andere erklären es als zsgz. aus παραστάς, παρστάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
propr. salle ornée de mosaïque ou p.-ê. de tapisseries, d'où
1 chambre nuptiale;
2 portique ou vestibule ; portique ou galerie autour d'un temple.
Étymologie: παστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παστάς -άδος, ἡ [παρίστημι] voorportaal, colonnade. bruidsvertrek:. ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα rond het ongewijde bruidsvertrek Soph. Ant. 1207.

Russian (Dvoretsky)

παστάς: άδος (ᾰδ) ἡ [из παρστάς = παραστάς
1) наружная колоннада, портик Her., Xen.;
2) внутренний покой Anth.;
3) брачный чертог Theocr., Soph., Eur.

Greek Monotonic

παστάς: -άδος, ἡ = παραστάς·
I. προπύλαια, σε Ηρόδ.· επίσης, περιστύλιο, πλατεία, νησίδα, σε Ξεν...
II. όπως το θάλαμος, εσωτερικό δωμάτιο, νυφική κάμαρα, σε Ευρ., Θεόκρ.· λέγεται για τη σπηλιά στην οποία ήταν φυλακισμένη η Αντιγόνη, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παστάς: -άδος, ἡ, εἶδος προπυλαίου ἢ προστῴου ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. αἴθουσα, ἐκ λίθου μετὰ κιόνων, Ἡρόδ. 2. 148, 169· ὕστερον = στοά, Λατ. porticus, περίστυλον, οἷα τὰ περὶ τοὺς ναούς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Ἱέρων 11. 2 (ἔνθα ἡ κοινὴ γραφὴ παραστάσι, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9.245 ἐναντίον τοῦ μέτρου)· τὰς δὲ παστάδας κοινὰς εἶμεν πάντεσσι, ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 22· - παρὰ Διον. Ἀλ. 3. 21, ἰσοδυναμεῖ τῷ παρὰ Ρωμαίοις basilica. 2) τὸ μέρος τοῦ οἴκου τὸ μετὰ τὸ προπύλαιον, ἡ αὐλή, Λατ. vestibulum, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. πρόδομος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 789, Ἀνθ. Π. 6. 172. ΙΙ. ὡς τὸ θάλαμος, ἐσωτερικὸν δωμάτιον, γυναικών, νυμφικὸς θάλαμος (νυμφὼν Ἡσύχ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 248), ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα, περὶ τοῦ τύμβου εἰς ὃν ζῶσαν καθεῖρξεν ὁ Κρέων τὴν Ἀντιγόνην, Σοφ. Ἀντ. 1207· κεδρωτὰ παστάδων τέρεμνα Εὐρ. Ὀρ. 1371· οὕτω, Θεόκρ. 24. 46, Ἀνθ. Π. 9. 245. (Ἡ σημασία Ι εἶναι κατὰ πολὺ ὁμοία τῇ τοῦ παραστάς, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δύο λέξεις συχν. ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλ’ ἡ σημασία ΙΙ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εἰς τὸ πάσσω, καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἶκος γεγραμμένος· ὅπερ καὶ ἐπιβεβαιοῦται διὰ τοῦ τύπου παστός, ὁ.

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: f., often in plur.
Meaning: annex, porch, atrium, also inner room, bridal chamber (through association with παστός, s.v.; Ion., Delph.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From *παρ-στάς = παρα-στάς, pl. -άδες f. door-post, gauger, front hal etc.; with diff. development παρτάδες (-άδαι cod.) ἄμπελοι H.; from παρ-ίσταμαι step beside. Solmsen Wortforsch. 2ff., 11 f.; Schwyzer 336 a. 507. A similar development of meaning shows independently built Lat. postis (door)-post, s. W.-Hofmann s.v. w. further details.

Middle Liddell

παστάς, άδος, = παραστάς
I. a porch, Hdt.: also, a colonnade, piazza, corridor, Xen.
II. like θάλαμος, an inner room, bridal chamber, Eur., Theocr.; of the cave in which Antigone was immured, Soph.

Frisk Etymology German

παστάς: -άδος
{pastás}
Grammar: f., oft im Plur.
Meaning: Anbau, Säulenhalle, Vorhalle, auch inneres Gemach, Brautkammer (durch Assoziation mit παστός, s.d.; ion. poet., delph.).
Etymology: Aus *παρστάς = παραστάς, pl. -άδες f. Türpfosten, Pfeiler, Vorhalle; mit anderer Lautentwicklung παρτάδες (-άδαι cod.)· ἄμπελοι H.; von παρίσταμαι danebentreten. Solmsen Wortforsch. 2ff., 11 f.; Schwyzer 336 u. 507. Eine ähnliche Bed.entwicklung zeigt das davon unabhängig gebildete lat. postis ‘(Tür)-pfosten’, s. W.-Hofmann s.v. m. weiteren Einzelheiten.
Page 2,478