ζηλοτυπία

From LSJ
Revision as of 08:20, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλοτῠπία Medium diacritics: ζηλοτυπία Low diacritics: ζηλοτυπία Capitals: ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ
Transliteration A: zēlotypía Transliteration B: zēlotypia Transliteration C: zilotypia Beta Code: zhlotupi/a

English (LSJ)

ἡ, jealousy, rivalry, envy, Aeschin.3.81, Com.Adesp.16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης Plu.Per.10; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Luc.Cal.2; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας LXXNu.5.15: pl., Phld.Rh.2.139S.

German (Pape)

[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, Neid, πρός τινα ὑπέρ τινος, Aesch. 3, 81; καὶ φθόνος Plut. Pericl. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jalousie.
Étymologie: ζηλότυπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλοτυπία -ας, ἡ [ζηλοτυπέω] jaloezie:. διὰ ζηλοτυπίαν καὶ φθόνον τῆς δόξης vanwege jaloezie en afgunst om zijn reputatie Plut. Per. 10.7.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοτῠπία:
1) зависть: ζ. πρός τινα ὑπέρ τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;
2) тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοτῠπία: ἡ, «ζήλια», φθόνος, Αἰσχίν. 65. 16· ζ. καὶ φθόνος Πλούτ. Περικλ. 10· κατὰ τὴν τέχνην ζ. Λουκ. Διαβολ. 2· ζ. πρός τινα Πλούτ. 2. 276B.

Greek Monolingual

η (AM ζηλοτυπία) ζηλότυπος
1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή του άλλου
2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη
αρχ.
ερεθισμός, οργή.

Greek Monotonic

ζηλοτῠπία: ἡ, ζήλια, φθόνος, αντιζηλία, σε Αισχίν., Πλούτ.

Middle Liddell

ζηλοτῠπία, ἡ,
jealousy, rivalry, Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος]