κατάλοιπος

From LSJ
Revision as of 18:56, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλοιπος Medium diacritics: κατάλοιπος Low diacritics: κατάλοιπος Capitals: ΚΑΤΑΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: katáloipos Transliteration B: kataloipos Transliteration C: kataloipos Beta Code: kata/loipos

English (LSJ)

ον, left remaining, τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti.39e; ἐκ τοῦ κ. Arist.HA548b18, cf. Michel829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.Rh.1.120 S.; τοῦτο… κατάλοιπόν (ἐστι) c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; ἡ κ. the other of two, Gal.7.314.

German (Pape)

[Seite 1361] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-λοιπος -ον overblijvend, resterend.

Russian (Dvoretsky)

κατάλοιπος: остающийся, остальной, прочий Plut., Arst., NT.

English (Strong)

from κατά and λοιποί; left down (behind), i.e remaining (plural the rest): residue.

English (Thayer)

κατάλοιπον (λοιπός), left remaining: (οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων A. V., the residue of men), Plato, Aristotle, Polybius; the Sept..)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάλοιπος, -ον) καταλείπω
ο υπόλοιπος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο
1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο
2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)
3. μτφ. βίωμα
αρχ.
ο ένας από τους δύο.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλοιπος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ὑπόλοιπος, Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. κατάλυπος= κατάλοιπος ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.

Chinese

原文音譯:kat£loipoj 卡他-睞坡士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:下-缺乏的
字義溯源:餘剩的,剩下的,其餘的;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λοιπός)=其餘的)組成;而 (λοιπός)出自(λείπω)*=缺少,留下)。
同義字:1) (κατάλοιπος)餘剩的 2) (λοιπός)其餘的 3) (τέλος)結局
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 餘剩(1) 徒15:17

French (New Testament)

ος, ον
qui reste ; le reste de
καταλείπω