Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διακριδόν

From LSJ
Revision as of 13:50, 18 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῐδόν Medium diacritics: διακριδόν Low diacritics: διακριδόν Capitals: ΔΙΑΚΡΙΔΟΝ
Transliteration A: diakridón Transliteration B: diakridon Transliteration C: diakridon Beta Code: diakrido/n

English (LSJ)

Adv., (διακρίνω)
A eminently, διακριδόν εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; διακριδόν ἠσκημένη κόμη Luc.Am.3.
2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14.
3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα διακριδόν Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ διακριδόν = without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.

Spanish (DGE)

(διακρῐδόν)
adv.
I c. adj. en alto grado, con mucho, c. sup. con diferencia διακριδόν εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, τοῦτο δὲ διακριδόν ... μέγιστον ὤπασε κακόν Semon.8.71, παρέχεται ἰχθῦς ἀρίστους διακριδόν Hdt.4.53.
II c. verb.
1 sumamente διακριδόν δ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλεια Luc.Am.3
especialmente, sobre todo ἀντ' ἀρετῆς σε διακριδόν Ἆλις ἀείδει AP 7.541 (Damag.), ἐπεβρωμᾶτο ... Λητοῖ δὲ διακριδόν rugía especialmente contra Leto Call.Del.57, cf. AP 16.336.
2 con precisión πλάστιγγι διακριδόν ἄχθος ἐρύξας Nic.Th.955
detalladamente ναυτιλίην τε διακριδόν ἐξερέεινεν A.R.4.721.
3 separadamente, por separado ἐν δ' ἄρ' ἑκάστῳ τέρματι δαίδαλα πολλὰ διακριδόν εὖ ἐπέπαστο A.R.1.729, ἔστιχον ... διακριδόν Nonn.D.34.349, cf. Agath.5.7.3, πάντα ... ὑφάνασα διακριδόν todas las cosas ... las urdí una por una, Hymn.Is.14 (Andros)
de forma dispersa κῦμα διακριδόν ἄλλοθεν ἄλλα δοῦρα φέρῃ Opp.H.4.408
en estado de distinción op. ὁμοθυμαδόν Dam.Pr.59
fig. οὐ διακριδόν = sin distinción ὅ τι προστάξειεν, ἐγίγνετο, οὐ διακριδόν ἔτι περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC 5.9.

German (Pape)

[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι

French (Bailly abrégé)

adv.
avec distinction ou supériorité ; supérieurement, admirablement.
Étymologie: διακρίνω et -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακριδόν [διακρίνω] adv., uitzonderlijk.

Russian (Dvoretsky)

διακρῐδόν: adv.
1) исключительно, особенно: διακριδόν ἄριστος Hom. безусловно наилучший, несравненно лучший; ἰχθῦς ἄριστοι διακριδόν καὶ πλεῖστοι Her. превосходные и большие рыбные богатства;
2) на пробор (διακριδόν ἠσκημένη κόμη Luc.).

English (Autenrieth)

(κρίνω): decidedly; ἄριστος, Il. 12.103 and Il. 15.108.

Greek Monolingual

διακριδόν επίρρ. (Α) διακρίνω
1. έξοχα, ξεχωριστά, προπάντων
2. με σαφήνεια.

Greek Monotonic

διακρῐδόν: επίρρ. (διακρίνω), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδιακριδόν

Greek (Liddell-Scott)

διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους διακριδόν Ἡρόδ. 4. 53· διακριδόν ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.

Middle Liddell

adv. διακρίνω
eminently, above all, Lat. eximie, Il., Hdt.