οἱονεί

From LSJ
Revision as of 15:00, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἱονεί Medium diacritics: οἱονεί Low diacritics: οιονεί Capitals: ΟΙΟΝΕΙ
Transliteration A: hoioneí Transliteration B: hoionei Transliteration C: oionei Beta Code: oi(onei/

English (LSJ)

for οἷον εἰ, as if, Antiph.231.6, Men.Georg.58, Arist.HA 495b25, Pr.923b33; = οἷον (οἷος v. 2 d), Arist. de An.430b13; Dor. οἷον αἰ Epich.155; so οἱονπερεί (q.v.); οἱονανεί, Gloss.

French (Bailly abrégé)

conj.
comme si, comme.
Étymologie: οἷον, εἰ.

Russian (Dvoretsky)

οἱονεί: conj. как если бы Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

οἱονεί: ἀντὶ οἷον εἰ, ὡς εἰ, ὡσεί, Λατ. quasi, tanquam si, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17, Προβλ. 20. 10· Δωρ. οἷον αἱ, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 146· οὕτως, οἱονπερεὶ Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· - πρβλ. ὡσπερανεί.

Greek Monolingual

οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].

Greek Monotonic

οἱονεί: αντί οἷον εἰ, όπως το Λατ. quasi, tanquam si, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[for οἷον εἰ]
as if, Lat. quasi, tanquamsi, Arist.

Mantoulidis Etymological

(=ὡσάν). Ἀπό τό οἶον (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων. οἷος, σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. σύνδεσμος).