ἀϊδρείη
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἀϊδρηΐη [ῑη], ἡ, want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in plural, Od.10.231, 11.272.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀϊδρείη -ης, ἡ, Lesb. ἀϊδρεΐα ἄϊδρις onwetendheid, onnozelheid.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊδρείη: ион. ἀϊδρηΐη или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству.
Greek Monotonic
ἀϊδρείη: ή -ίη[ῑη], ἡ, έλλειψη γνώσης, άγνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.
English (Autenrieth)
ignorance; ἀιδρείῃσι νόοιο, i. e. ‘unwittingly,’ Od. 11.262.