κατάπλους

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλους Medium diacritics: κατάπλους Low diacritics: κατάπλους Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ
Transliteration A: katáplous Transliteration B: kataplous Transliteration C: kataplous Beta Code: kata/plous

English (LSJ)

ὁ, contr. for κατάπλοος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
att. c. κατάπλοος.

Greek Monolingual

ο (Α κατάπλους, και -οος) καταπλέω
1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός
2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα του ποταμού
αρχ.
η επιστροφή διά θαλάσσης, ο πλους της επιστροφής («ὁ οἴκαδε κατάπλους», Ξεν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλους -ου, ὁ, zonder contr. κατάπλοος -οου [καταπλέω] landing, aankomst:. νεῶν κατάπλους landing van schepen Thuc. 4.10.5. vaart:. οἴκαδε κ. terugvaart naar huis Xen. Hell. 1.4.11.

English (Woodhouse)

(see also: κατάπλοος) by sea, sailing to land

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)