βλάστη
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ἡ, A = βλαστός, S.Ichn.276, Pl.Lg.765e, etc.; πετραία β. the growth of stone, S.Ant.827 (lyr.). II of children, βλάσται γενέθλιοι πατρός birth from a father, Id.OC972; παιδὸς βλάσται Id.OT717, cf. Tr.382, Trag.Adesp.373.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór., chipr. βλάστα S.Ant.827, Hsch.
I concr.
1 brote, retoño esp. de plantas φυτοῦ Pl.Lg.765e, cf. Prt.334a, Arist.Pr.924b3, D.Chr.72.14, Ael.VH 13.16, Gal.5.524, ζῴου Pl.Lg.788e
• fig. κοὐκέτι σχολάζεται β. de Hermes que crece maravillosamente, S.Fr.314.282, ἀθανάτου ζωῆς βλάσται Meth.Symp.8.11, cf. Chrys.M.57.469.
2 en sent. genealógico y familiar rama ascendente, ancestro ἐκεῖνος οὐδαμὰ βλάστας ἐφώνει S.Tr.382, cf. Nic.Al.2
• descendente vástago παιδός S.OT 717, cf. Lyr.Adesp.76, τῶν νέων Pl.Euthphr.3a, Lib.Ep.245.
II abstr. germinación, acción de brotar c. gen. τοῦ πτεροῦ Pl.Phdr.251d, cf. Hsch., Sch.Pi.N.9.16
• germinación, crecimiento πετραία βλάστα = crecimiento pétreo de la transformación en piedra de Níobe, S.l.c., β. καὶ ἐπίδοσις = germinación y progreso del linaje humano, Pl.Lg.679b, τῶν ὀστῶν de la resurrección final, Thdt.Is.66.14, cf. Eus.LC 7, β. νέα ἐν Χριστῷ = regeneración en Cristo Cyr.Al.M.68.657A
• c. gen. subjet., plu. germen, semillas ὃς οὔτε βλάστας πω γενεθλίους πατρός, οὐ μητρὸς εἶχον = yo que aún no había sido concebido por mi padre y mi madre S.OC 972.
German (Pape)
[Seite 447] ἡ, Keim, Sproß, Soph. Ant. 827; φυτοῦ Plat. Legg. VI, 765 e; öfter auch Folgde; βλάστην καὶ ἐπίδοσιν Plat. Legg. III, 679 b; Geburt, Soph. Tr. 381; βλάσται τέκνων Plut. Cons. Apoll. p. 354, aus einem Dichter.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 germe, bourgeon ; production, croissance ; naissance, race;
2 rejeton, enfant.
Étymologie: cf. βλαστάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλάστη -ης, ἡ βλαστάνω
1. concr. kiem, spruit:. παντὸς... φυτοῦ ἡ πρώτη βλάστη de eerste kiem van alles wat groeit Plat. Lg. 765e.
2. abstr. groei, ontkieming:. παιδὸς βλάσται de geboorte van het kind Soph. OT 717; β. τοῦ πτεροῦ de groei van de veren Plat. Phaedr. 251d.
Russian (Dvoretsky)
βλάστη: дор. βλάστα ἡ
1) росток, отпрыск, побег, Soph., Plat., Arst., Plut.;
2) потомок, дитя Soph., Plut.;
3) pl. рождение (παιδός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
βλάστη: ἡ, = βλαστός, Σοφ. Ἀποσπ. 296, Πλάτ., κτλ. πετραία βλ. ὁ αὐξανόμενος βράχος, Σοφ. Ἀντ. 827· βλάστην καὶ ἐπίδοσιν Πλάτ. Νόμ. 3, 679Β. ΙΙ ἐπὶ τέκνων, βλάσται πατρός, βλαστήματα ἐκ τοῦ πατρός, Σοφ. Ο. Κ. 972· παιδὸς βλάσται, ἡ γέννησις καὶ ἀνάπτυξις τοῦ παιδός, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 717, πρβλ. Ἀποσπ. 382.
Greek Monolingual
βλάστη, η (Α)
1. ο βλαστός
2. φρ. α) «βλάσται πατρός» — τα παιδιά που γεννήθηκαν από έναν πατέρα
β) «βλάσται παιδός» — η μέρα της γέννησης του παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. βλαστάνω.
Greek Monotonic
βλάστη: ἡ=βλαστός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
I. πετραία βλάστη, πέτρα, βράχος που αναφύεται, που αυξάνεται, σε Σοφ.
II. λέγεται για παιδιά, βλάσται πατρός, γεννήματα του πατέρα, στον ίδ.· παιδὸς βλάσται, γέννηση και ανάπτυξη του παιδιού, στον ίδ.
Middle Liddell
I. = βλαστός, Plat., etc.; πετραία βλ. the growing rock, Soph.
II. of children, βλάσται πατρός, birth from a father, Soph.; παιδὸς βλάσται its growth, Soph.