περιαγής

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾱγής Medium diacritics: περιαγής Low diacritics: περιαγής Capitals: ΠΕΡΙΑΓΗΣ
Transliteration A: periagḗs Transliteration B: periagēs Transliteration C: periagis Beta Code: periagh/s

English (LSJ)

ές, A broken in pieces, αἰγανέαι AP6.163 (Mel.). II = περιηγής (q.v.), round, τρύπανον ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38; of the rounded front of the vertebrae, Ruf. Oss.24. 2 bent, opp. εὐθύς, Ph.Bel.52.32, 62.8; π. ἠρέμα χωρίον gently curving, Dion.Byz.28, cf. Porph.in Harm.p.21 D.

German (Pape)

[Seite 567] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); τρύπανον περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi;
2 recourbé, convexe.
Étymologie: περιάγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιᾱγής -ές [περιάγνυμι] in stukken gebroken:. αἰγανέαι περιαγέες gebroken werpspiezen AP 6.163.2.
περιᾱγής -ές [περιάγω] ronddraaiend:. περιαγὲς τρύπανον draaiende boor AP 6.204.3.

Russian (Dvoretsky)

περιᾱγής:
1) сломанный на куски (αἰγανέαι Anth.);
2) изогнутый (τρύπανον Anth.);
3) выгнутый, выпуклый (κάτοπτρον Plut.).

Greek Monolingual

-ές, Α περιάγνυμι
1. ο σπασμένος σε κομμάτια
2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.)
3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.)
4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ.

Greek Monotonic

περιᾱγής: -ές (περιάγνυμι
I. σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
II. = περιηγής, αρκετά στρογγυλός, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾱγής: -ές, (περιάγνυμι) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = περιηγής (ὃ ἴδε), περιφερής, στρογγύλος, τρύπανον περιαγὲς αὐτόθι 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· κυρτός, ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι αὐτόθι 404C (οὕτως ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.

Middle Liddell

περιᾱγής, ές περιάγνυμι
I. broken in pieces, Anth.
II. = περιηγής, quite round, Anth.