συντιτρώσκω

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντιτρώσκω Medium diacritics: συντιτρώσκω Low diacritics: συντιτρώσκω Capitals: ΣΥΝΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: syntitrṓskō Transliteration B: syntitrōskō Transliteration C: syntitrosko Beta Code: suntitrw/skw

English (LSJ)

A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27. II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.

French (Bailly abrégé)

blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.

Russian (Dvoretsky)

συντιτρώσκω:
1) покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);
2) покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς ναῦς Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῦς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῖς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].

Greek Monotonic

συντιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω κάποιον σε πολλά σημεία του σώματός του, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to wound in many places, Xen.

German (Pape)

(τιτρώσκω), mit verwunden, mit mehreren Wunden; Xen. Hell. 3.1.18; Plut. Alex. 63 und öfter, und andere Spätere