ἐπιτειχίζω

From LSJ
Revision as of 13:29, 1 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτειχίζω Medium diacritics: ἐπιτειχίζω Low diacritics: επιτειχίζω Capitals: ΕΠΙΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: epiteichízō Transliteration B: epiteichizō Transliteration C: epiteichizo Beta Code: e)piteixi/zw

English (LSJ)

build a fort or stronghold on the frontier of the enemy's country to serve as the basis of operations against him, abs., Th.1.142,7.47; ἐ. [Δεκέλειαν] τῇ πατρίδι And.1.101, cf. Lys.14.30, Plu.Alc. 23; ἐ. [ἐν add.codd.] τῷ Φλιοῦντι τὸ.. Τρικάρανον X.HG7.2.1, cf.5.1.2; and in Pass., Δεκελείας. ἐπιτετειχισμένης Aeschin.2.76: metaph., ἐ. τυράννους ἐν χώρᾳ plant them like such forts in a country, D.10.8, cf. 8.36; so τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐ. Luc.Nigr.23; ἐ. [τινὰ] τῇ συνωμοσίᾳ.. πολέμιον Plu.Brut.20.

German (Pape)

[Seite 990] eine Mauer, Verschanzung, ein Bollwerk gegen Einen errichten, absolut, Thuc. 1, 142. 7, 47; τινί, gegen Einen, Αἰγινήταις Xen. Hell. 5, 1, 1; τοῖς πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσῃ 7, 2, 20; ἦλθες ἐς Δεκέλειαν καὶ ἐπετείχισας τῇ πατρίδι, u. befestigtest Dekelea, Andoc. 1, 101; Lys. 14, 30; τυραννίδα ἐπετείχισεν ὑμῖν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ, er befestigte einen Tyrannen in Euböa als Feind gegen die Athener, Dem. 10, 8; vgl. 8, 36; übertr., τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν, dem Reichthum die Verachtung als Bollwerk entgegenstellen, Luc. Nigr. 23; vgl. Plut. τῇ συνωμοσίᾳ βαρὺν πολέμιον Brut. 20; pass., τὸ φρούριον Ὑρκανίοις ἐπιτετειχίσθαι Xen. Cyr. 5, 3, 11; Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Aesch. 2, 76; Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπετείχισα, pf. ἐπιτετείχικα, pf. Pass. ἐπιτετείχισμαι;
élever un mur, un rempart contre : fig. ἐπ. τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν LUC opposer à la richesse le rempart du dédain ; Pass. être fortifié.
Étymologie: ἐπί, τειχίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτειχίζω:
1) возводить стены, строить укрепления (Δεκέλεια ἐπιτετειχισμένη Aeschin.): ἐπιτειχίσαι τινί построить укрепления против кого-л.;
2) воздвигать как оплот, противопоставлять (τυραννίδα τινί Dem.; τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν Luc.; δύσμαχον πολέμιόν τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτειχίζω: οἰκοδομῶ φρούριονὀχύρωμα ἐπὶ τῶν συνόρων τῆς πολεμίας χώρας ὅπως χρησιμεύῃ ὡς ἡ βάσις στρατιωτικῶν ἐνεργειῶν κατ’ αὐτῆς, ἀπολ., Θουκ. 1. 142, 7. 47· ἐπ. Δεκέλειαν τῇ πατρίδι Ἀνδοκ. 13. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκιβ. 23· ἐπ. τῷ Φλιοῦντι τό… Τρικάρανον Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 1, πρβλ. 5. 1, 2· καὶ ἐν τῷ Παθ., Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Αἰσχίν. 38. 5: ― μεταφ., ἐπ. τυράννους ἐν χώρᾳ, ἐγκαθιδρύειν τυράννους ἐν τῇ χώρᾳ, Δημ. 99. 2, πρβλ. 133. 22· οὕτω, τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐπ. Λουκ. Νιγρ. 23· ἐπ. τινὰ τῇ συνωμοσίᾳ… πολέμιον Πλουτ. Βροῦτ. 20.

Greek Monolingual

ἐπιτειχίζω)
1. υψώνω τείχος, οχύρωμα, τειχίζω, οχυρώνω («οὐ μέντοι ἱκανόν γε ἔσται ἐπιτειχίζειν τε καὶ κωλύειν ἡμᾶς [τὸ φρούριον]», Θουκ.)
αρχ.
1. αντιτάσσω, τοποθετώ απέναντι, αντιθέτως («ἐπιτειχίσαντες τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν», Πλούτ.)
2. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («καὶ τυραννίδ’ ἀπαντικρὺ τῆς Ἀττικῆς ἐπετείχισεν ὑμῖν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ», Δημοσθ.)
3. κτίζω πάνω σε κάτι, κτίζω πάνω σε παλαιά θεμέλια.

Greek Monotonic

ἐπιτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, οικοδομώ φρούριο στα σύνορα ως ορμητήριο για επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., ἐπ. τυράννους, εγκαθίστανται, τοποθετούνται τύραννοι στη χώρα, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to build a fort on the frontier as a basis of operations against the enemy, Thuc., Xen.:—metaph., ἐπ. τυράννους to plant them like such forts, Dem.