ἀποκομιδή

From LSJ
Revision as of 17:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκομιδή Medium diacritics: ἀποκομιδή Low diacritics: αποκομιδή Capitals: ΑΠΟΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: apokomidḗ Transliteration B: apokomidē Transliteration C: apokomidi Beta Code: a)pokomidh/

English (LSJ)

ἡ, A carrying away, Plb.24.6.3. II (from Pass.) getting away or back, return, Th.1.137.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 vuelta, retorno ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀ. ἐγίγνετο Th.1.137, cf. D.C.51.13.5.
2 envío αὐτῶν (τὰ πλοῖα) Plb.24.6.3, οἴνου POxy.1947.2 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 308] ἡ, 1) die Zurückkunft, Thuc. 1, 137. – 2) das Fortführen, Abfahrt, πλοίων Pol. 25, 7.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 transport au loin, exportation;
2 retour.
Étymologie: ἀποκομίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκομῐδή:
1 возвращение Thuc.;
2 увод, увоз (πλοίων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκομῐδή: ἡ, ἀποκόμισις, μεταφορά, Πολύβ. 25. 7, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπιστροφὴ ἐπάνοδος, Θουκ. 1. 137.

Greek Monolingual

ἀποκομιδή, η (Α) αποκομίζω
1. αποκόμιση, μεταφορά
2. επιστροφή, επάνοδος.

Greek Monotonic

ἀποκομῐδή: ἡ (ἀποκομίζομαι), αποκόμιση, μεταφορά, επιστροφή, επανάκτηση, σε Θουκ.

Middle Liddell

[ἀποκομίζομαι]
a getting away, getting back, Thuc.