κεφαλαλγής

From LSJ
Revision as of 14:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαλγής Medium diacritics: κεφαλαλγής Low diacritics: κεφαλαλγής Capitals: ΚΕΦΑΛΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kephalalgḗs Transliteration B: kephalalgēs Transliteration C: kefalalgis Beta Code: kefalalgh/s

English (LSJ)

ές, A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143. II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr.HP8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).

German (Pape)

[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαλγής:
1 причиняющий головную боль Xen., Plut.;
2 страдающий головной болью Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.

Greek Monolingual

κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].

Greek Monotonic

κεφᾰλαλγής: -ές (ἀλγέω), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.

Middle Liddell

κεφᾰλ-αλγής, ές ἀλγέω
causing headache, Xen.