ἀρτίζω

From LSJ
Revision as of 19:51, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίζω Medium diacritics: ἀρτίζω Low diacritics: αρτίζω Capitals: ΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: artízō Transliteration B: artizō Transliteration C: artizo Beta Code: a)rti/zw

English (LSJ)

pf. ἤρτικα PMag.Leid.W.10.42:—get ready, prepare, AP10.25 (Antip.), PMag.l.c.:—Med., χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.13.43; πρός τι D.S.14.20:—Pass., πρός τι CIG3601.9 (Ilium), S.E.M.11.208.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. med. sin aum. ἀρτίζοντο Theoc.13.43]
1 tr. en v. med. y act. disponer Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.l.c.
τὸν ἐμὸν βασιλῆα ... εὖ δ' ὕμνοις ἄρτισον dispón a mi príncipe favorable a mis himnos, AP 10.25 (Antip.)
disponer, preparar c. gen. de atracción ἐκ τῶν ξ' ἀνθέων, ὧν ἤρτικες de las seis flores que tienes preparadas, PMag.13.433.
2 intr. en v. med. hacer preparativos, tomar medidas πρὸς τὴν μέλλουσαν πρόσοδον IIl.10.27, 29 (I a.C.), πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον D.S.14.20, cf. S.E.M.11.208
abs. POxy.1669.4 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 362] fertig machen, bereiten, ὕμνοις Antp. Th. 18 (X, 25); med., Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theocr. 13, 43.

French (Bailly abrégé)

arranger, mettre en état;
Moy. ἀρτίζομαι m. sign.
Étymologie: ἄρτιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίζω: устраивать, подготовлять (πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον ἀρτισάμενος Diod.; med. χορόν Theocr.): τινά τινι ἵλαον ἀρτίσαι Anth. расположить кого-л. в чью-л. пользу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίζω: μέλλ. -ίσω (*ἄρω) κοσμῶ, παρασκευάζω, Ἀνθ. Π. 10. 25· ὡσαύτως κατὰ μέσ., χορὸν ἀρτίζοντο Θεόκρ. 13. 43, πρβλ. Διοδ. 14. 20. - Παθ., πρός τι Συλλ. Ἐπιγρ. 3601. 9, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 208.

Greek Monolingual

ἀρτίζω (Α)
παρασκευάζω, ετοιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι, αν δεν πρόκειται για παράλληλο μορφολογικό σχηματισμό του αρτέομαι «ετοιμάζομαι» (πρβλ. κομίζω-κομώ, αιτίζω-αιτώ)].

Greek Monotonic

ἀρτίζω: μέλ. -ίσω (*ἄρω), ετοιμάζω, προετοιμάζω, σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[*ἄρω]
to get ready, prepare, Anth.: so in Mid., Theocr.