βούβαλος

From LSJ
Revision as of 13:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβᾰλος Medium diacritics: βούβαλος Low diacritics: βούβαλος Capitals: ΒΟΥΒΑΛΟΣ
Transliteration A: boúbalos Transliteration B: boubalos Transliteration C: voyvalos Beta Code: bou/balos

English (LSJ)

ὁ, = βούβαλις (antelope, bubaline antelope, Bubalis mauretanica), Arist.PA663a11, Plb.12.3.5, D.S.2.51, Str. 17.3.4, Ph.2.353, J.AJ8.2.4, Opp.C.2.300. II = ἀστράγαλος, Hsch. III buffalo, Agath.1.4.

Spanish (DGE)

(βούβᾰλος) -ου, ὁ I zool.
1 antílope Arist.PA 663a11, Plb.12.3.5, LXX De.14.5, D.S.2.51, Str.17.3.4, Ph.2.353, I.AI 8.40, Opp.C.2.300, Hsch.
2 búfalo Agath.1.4.5, Mart.Sp.22.10, Plin.HN 8.38.
II βούβαλον· μέγα καὶ πολύ EM 206.20G., cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, Büffel, Pol. 12, 3; D. Sic. 2, 51; vgl. Opp. C. 2, 300.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buffle, animal.
Étymologie: DELG cf. βοῦς.

Russian (Dvoretsky)

βούβᾰλος:
1 буйвол Polyb., Diod.;
2 Arst. = βουβαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

βούβᾰλος: ὁ, πιθ. = βούβαλις, διότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.

Greek Monolingual

ο (AM βούβαλος) (νεοελλ. θηλ. βουβάλα και βουβαλίνα, η)
μσν.- νεοελλ.
1. γενική ονομασία βοοειδών του Παλαιού Κόσμου
είναι ζώα ρωμαλέα με χρώμα μαύρο προς πυρρό ή σταχτί
2. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
3. νωθρός και χοντροκέφαλος
αρχ.
η βούβαλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι].

Mantoulidis Etymological

(=ἄγριο βόδι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό βοῦς.