διάζευξις
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
εως, ἡ, A disjoining, parting, τοῦ σώματος Pl.Phd.88b; δ. τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι Id.Lg.930b; ἡ δ. τῶν γυναικῶν, in Crete, Arist.Pol.1272a23. 2 Musical term, disjunction of two tetrachords, Plu.2.491a, Cleonid.Harm.10, etc. 3 Gramm., disjunction, κατὰ διάζευξιν παραλαμβάνεσθαι A.D.Synt.125.12: in Logic, συμπλοκαὶ καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a. 4 Medic., κατὰ διάζευξιν by exclusive reckoning, Gal.18(2).232, al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 desunión, separación (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.Phd.88b, op. σύνθεσις: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.Solut.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.
•separación, alejamiento ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A
•de los esposos separación, divorcio τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.Lg.930b, cf. Arist.Pol.1272a23, I.AI 11.195, Iust.Nou.22.20
•ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. συνάφεια Gal.18(2).232, cf. 233.
2 gram. disyunción (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas A.D.Synt.125.12, cf. Gramm.Pap.1.57
•en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.
3 mús. disyunción entre dos tetracordios, Aristox.Harm.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.Harm.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
disjonction, désunion, séparation.
Étymologie: διαζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.
Russian (Dvoretsky)
διάζευξις: εως ἡ
1 разделение, отделение (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);
2 расторжение брака, развод (τῶν γυναικῶν Arst.);
3 грам. разделение, разделительность (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);
4 муз. несовпадение (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. διαζεύγνυμι 1 в конце).
Greek Monotonic
διάζευξις: -εως, ἡ, αποχωρισμός, διαχωρισμός, διάλυση, διαζύγιο, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διάζευξις: -εως, ἡ, τὸ διαχωρίζειν, διαχωρισμός, ἀντίθ. σύζευξις, Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς μουσικός ὅρος, ἡ διάζευξις δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. συναφή, Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε διαζεύγνυμαι 2.
Middle Liddell
διάζευξις, εως [from διαζεύγνῠμαι]
a disjoining, parting, Plat.
German (Pape)
ἡ, Trennung, Gegensatz σύζευξις, Plat. Legg. XI.930b; ἡ τοῦ σώματος, vom Körper, Phaed. 88b. In der Musik im Gegensatz von συναφή, Plut. frat. am. 20.