περπερεύομαι
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
boast, brag, 1 Ep.Cor.13.4, M.Ant.5.5.
German (Pape)
[Seite 603] ein πέρπερος sein, wie ein πέρπερος reden, handeln, d. i. windbeuteln, großprahlen, aufschneiden, sich womit brüsten, lügen, wie ἀλαζονεύομαι, Sp., N. T., wo es προπετεύεται, καλλωπίζεται erklärt wird.
French (Bailly abrégé)
être léger, frivole, étourdi.
Étymologie: πέρπερος.
English (Strong)
middle voice from perperos (braggart; perhaps by reduplication of the base of πέραν); to boast: vaunt itself.
English (Thayer)
(to be πέρπερος, i. e. vain-glorious, braggart, Polybius 32,6, 5; 40,6, 2; Epictetus diss. 3,2, 14); to boast oneself (A. V. vaunt oneself): Antoninus 5,5; the compound ἐμπερπερεύεσθαι is used of adulation, employing rhetorical embellishments in extolling another excessively, in Cicero, ad Attic. 1,14. Hesychius περπερεύεται. κατεπαίρεται); Cf. Osiander (or Wetstein) on 1 Corinthians, the passage cited (Gataker on Marc. Antoninus 5,5, p. 143).
Greek Monolingual
ΜΑ πέρπερος
καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται», ΚΔ).
Greek Monotonic
περπερεύομαι: αποθ., καυχιέμαι ή κομπάζω για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περπερεύομαι [πέρπερος: opschepper] opscheppen, pralen.
Russian (Dvoretsky)
περπερεύομαι: превозноситься, кичиться NT.
Middle Liddell
Dep. to boast or vaunt oneself, NTest. [from πέρπερος
Chinese
原文音譯:perpereÚomai 胚而胚留哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:四圍 走(找機會顯揚)
字義溯源:誇口,自誇,誇張,矜誇;源自(περπερεύομαι)X*=自誇者);或出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X=穿過*)。參讀 (κατακαυχάομαι / ἐγκαυχάομαι)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 自誇(1) 林前13:4
French (New Testament)
fanfaronner ; se glorifier