ἀνδραγαθία

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραγαθία Medium diacritics: ἀνδραγαθία Low diacritics: ανδραγαθία Capitals: ΑΝΔΡΑΓΑΘΙΑ
Transliteration A: andragathía Transliteration B: andragathia Transliteration C: andragathia Beta Code: a)ndragaqi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, bravery, manly virtue, Hdt.1.99,136, al., Th.2.42; the character of an upright man, Ar.Pl.191, Phryn.Com.1; ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφχνοῦσθαι Hyp.Lyc.6.

Spanish (DGE)

(ἀνδρᾰγᾰθία) -ας, ἡ
I 1valor, hombría, bravura Hdt.1.99, 136, 6.128, tít. en Democr.B 2a, καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι Th.2.42, ἦσαν γὰρ οἱ λοχαγοὶ πλησίον ἀλλήλων οἳ πάντα τὸν χρόνον ἀλλήλοις περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο X.An.5.2.11, ὁ Ἀριστογείτων ἐκεῖνος καὶ Ἁρμόδιος οὐ διὰ τὸ γένος ἐτιμήθησαν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀνδραγαθίαν Is.5.47, ἐν δὲ κινδύνοις καὶ πόνοις καρτερίαν καὶ ἀνδραγαθίαν Plu.2.97e, cf. 221b, Polyaen.3.9.1, τῶν ἐκείνου στρατηγῶν POxy.1799.23 (II d.C.), cf. Th.3.64, 5.101, Arist.Pol.1270b38, X.Ages.10.2, Lac.4.2, Isyll.4, Plb.2.38.3, 5.60.3, BGU 531.2.6 (I a.C.), Ph.2.131, LXX Es.10.2.
2 rectitud, integridad Ar.Pl.191, Th.3.57, ἀ. ... καὶ δικαιοσύνη D.22.72, cf. Isoc.6.105, Hyp.Lyc.16, Hippod.p.14, Diotog.2.
II hazaña LXX 1Ma.5.56, 10.15, Ph.2.558
acción noble Φίλιππον ἐπίσκοπον αὐτῶν ἀποδέχεται ἅτε δὴ ἐπὶ πλείσταις μαρτυρουμένης ἀνδραγαθίαις τῆς ὑπ' αὐτὸν ἐκκλησίας Eus.HE 4.23.5.

German (Pape)

[Seite 216] ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 courage;
2 loyauté, vertu.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰγᾰθία: ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἡ
1 мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.;
2 добродетель, честность, порядочность, Thuc., Xen., Dem.;
3 мужественный поступок, подвиг Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰγᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, γενναιότης, ἀνδρεία, ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ λέξις ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας ἕνεκα στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13· πρβλ. ἀνδραγαθίζομαι.

Greek Monolingual

η (AM ἀνδραγαθία)
γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός
νεοελλ.-μσν.
ανδραγάθημα, κατόρθωμα
αρχ.
γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰγᾰθία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀνήρ, ἀγαθός), γενναιότητα, ανδρική αρετή, ο χαρακτήρας ενός γενναίου και τίμιου ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἀγαθός
bravery, manly virtue, the character of a brave honest man, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

nobility, nobility of character

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)