συντομία

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντομία Medium diacritics: συντομία Low diacritics: συντομία Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΑ
Transliteration A: syntomía Transliteration B: syntomia Transliteration C: syntomia Beta Code: suntomi/a

English (LSJ)

ἡ, A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458. II simplicity, in Music, Philoch.66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντομία -ας, ἡ [σύντομος] kortheid. Plut. Ant. 41.3. beknoptheid:. λόγων van woorden Plat. Phaedr. 267b.

Russian (Dvoretsky)

συντομία:краткость, сжатость (λόγων Plat.); краткость, непродолжительность (ὁδοῦ Plut.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύντομος
1. η ιδιότητα του συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῖ ποιεῖν», Λυκούργ.)
2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής
νεοελλ.
1. βραχυλογία
2. φρ. α) «χάριν συντομίας» — για οικονομία χρόνου
β) «εν συντομία» — με λίγα λόγια, σύντομα
μσν.-αρχ.
διαίρεση, διάσπασηὥστε μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).

Greek Monotonic

συντομία: ἡ, βραχύτητα, συντομία, σε Πλάτ., Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.

Middle Liddell

συντομία, ἡ,
conciseness, Plat., Arist. [from σύντομος

English (Woodhouse)

conciseness, of speech, shortening

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ἡ, Abkürzung, Kürze; λόγων, Plat. Phaedr. 267b; Gegensatz ὄγκος λέξεως, Arist. rhet. 3.6; ὁδοῦ, Plut. Ant. 41.