ἀνωφελής
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
ές,
A unprofitable, useless, at a disadvantage, ἁβροσύναι Xenoph.3.1; γόοι A.Pr.33; σκιά S.El.1159; πάντα ἀ. ἦν Th.2.47; ἀνωφελὴς αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις = without doing any good to himself or others, Pl.R.496d,al.
2 hurtful, harmful, prejudicial Th.6.33; τινί Pl.Prt.334a, X.HG1.7.27: Comp. ἀνωφελέστερος E.Fr.48, X.Cyn.13.11, Pl.Hp.Ma.284e. Adv. ἀνωφελῶς = futilely Arist.EN1095a5, PLond. 3.908.28 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ές
I 1inútil, no provechoso ἁβροσύναι Xenoph.B 3.1, cf. Democr.B 175, γόοι A.Pr.33, σκιά S.El.1159, πάντα ἀ. ἦν Th.2.47, ἀ. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d, κίνησις Arist.IA 708a20, διήγημα Plb.1.14.6, ἡ φιλοσοφία Arist.Pol.1259a9, ὑετός LXX Pr.28.3, πενθεροί E.Hipp.636, γυνή E.Hipp.638, οἳ μὲν ὄλβιοι E.Supp.239, cf. Or.1616, Pl.Cra.417d
•subst. τὸ ἀ. Ep.Hebr.7.18, PMasp.156.31 (VI d.C.).
2 c. neg. dañino, perjudicial τοῖς δὲ νεωτέροις οὐκ ἀ. Gorg.B 11a.32, cf. E.Fr.48, Th.6.33, Pl.Prt.334a, Hp.Ma.284e, X.HG 1.7.27, Cyn.13.11.
II adv. ἀνωφελῶς = inútilmente Arist.EN 1095a5, Plu.2.66c, PLond.908.28, PMasp.151.220 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 269] ές, nutzlos, γόος Aesch. Prom. 33; Eur. Suppl. 251; schädlich, τινί Plat. Prot. 334 a u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 inutile, vain;
2 nuisible à, τινι.
Étymologie: ἀ, ὄφελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωφελής:
1 отказывающий в помощи (τότε ἦσθ᾽ ἀ. Eur.);
2 бесполезный, ненужный, напрасный (γόοι Aesch.; τινι Plat., Plut.);
3 пустой, призрачный (σκιά Soph.);
4 негодный, вредный (τινι Thuc., Xen., Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφελής: -ές, ὁ μὴ ὠφέλιμος, ἄχρηστος, ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) ἐπιβλαβής, βλαπτικός, Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and the base of ὠφέλιμος; useless or (neuter) inutility: unprofitable(-ness).
English (Thayer)
ἀνωφελές (alpha privative and ὄφελος); from Aeschylus down; unprofitable, useless: διά τό αὐτῆς ἀνωφελές on account of its unprofitableness).
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνωφελής, -οῦς)
1. αυτός που δεν ωφελεί, άχρηστος
2. βλαβερός, επιζήμιος.
Greek Monotonic
ἀνωφελής: -ές (ὠφελέω),
1. μη ωφέλιμος, άχρηστος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. επιβλαβής, βλαπτικός, σε Θουκ.· τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.· επίρρ. -λῶς, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὠφελέω
1. unprofitable, useless, Aesch., Soph., etc.
2. hurtful, prejudicial, Thuc.; τινι to one, Plat.: adv. -λῶς, Arist.
Chinese
原文音譯:¢nwfel»j 安-哦費累士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-欠(著) 相當於: (הֲלֹא / לֹא / לֹה)+ (יָעַל)
字義溯源:無益的,無用的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ὠφέλιμος)=有益的,適用的)組成;其中 (ὠφέλιμος)出自(ὄφελος)=利益),而 (ὄφελος)出自(ὀφείλω)X*=積聚)
出現次數:總共(2);多(1);來(1)
譯字彙編:
1) 無益(1) 來7:18;
2) 無益的(1) 多3:9
English (Woodhouse)
ineffectual, useless, vain, of no avail
French (New Testament)
sans profit