παρέρπω

From LSJ
Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέρπω Medium diacritics: παρέρπω Low diacritics: παρέρπω Capitals: ΠΑΡΕΡΠΩ
Transliteration A: parérpō Transliteration B: parerpō Transliteration C: parerpo Beta Code: pare/rpw

English (LSJ)

A creep secretly up to, Theoc.15.48: aor. 1 παρείρπῠσα creep in, Ar.Ec. 511; of an orator, creep forward (to speak), ib.398. II Dor. = παριέναι, ἐς τῶ Ῥιττηνίω Schwyzer177.8(Crete, V B.C.); ἐν τὸ ἱερόν IG 5(2).514.3(Lycosura, ii B. C.): aor. subj. παρένθῃ, inf. παρενθεῖν, ib.8, Theoc.15.60; μηδὲ παρερπέτω μηθεὶς ἀμύητος εἰς τὸν τόπον IG5(1).1390.36 (Andania, i B. C.); appear in public, Dialex.2.9. 2pass by, APl.1.11 (Hermocr.), Epigr.Gr.195 (Crete).

German (Pape)

[Seite 518] (ἕρπω), = παρερπύζω, Theocr. 15, 47 u. Sp, nur praes. u. imperf.

French (Bailly abrégé)

1 se glisser furtivement;
2 passer le long de ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἕρπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-έρπω ongemerkt binnensluipen.

Russian (Dvoretsky)

παρέρπω: (только praes. и impf.) Theocr. = παρερπύζω.

Greek (Liddell-Scott)

παρέρπω: καὶ παρερπύζω, ἕρπω κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε πάρειμι IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, προβαίνω (ὅπως ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. παρέρχομαι, Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.

Greek Monolingual

και παρερπύζω Α
1. έρπω κρυφά, γλιστρώ
2. (για ρήτορα) (στον Αριστοφ.) παρουσιάζομαι μπροστά προκειμένου να μιλήσω
3. (στους Δωριείς) πλησιάζω κάπου («παρέρπειν ἐν τὸ ἱερόν», επιγρ.)
4. εμφανίζομαι δημοσίως.

Greek Monotonic

παρέρπω: μέλ. -ψω,
I. σύρω κρυφά, σε Θεόκρ.
II. παρέρχομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to creep secretly up to, Theocr.
II. to pass by, Anth.