ἐπιμύω
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
pf. A -μέμῡκα Sor.2.27:—close the eyes, τοὺς ὀφθαλμούς D.S. 1.48; τὰ βλέφαρα Aret.SA1.5; ὄμματα Opp.H.2.110: abs., close the eyes, Plb.4.27.7, Theoc.21.4 (cj.), Alex.Aphr.in Sens.17.14: metaph., die, Call.Epigr..41.5. 2. wink at, in token of assent, Ar.V.934. II. intr., close over, τὰ βλέφαρα τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει close over the eyes, Aret.CA1.6, cf. SA1.5, Sor.l.c.; close up, of wounds, Opp.C. 2.290; ταχὺ τὸν ὄγκον ἐπιμύειν Onos.19.3; ἐπῑμύοντας ὀλόσχους, prob.l. for ἐπημ-, Nic. Th.870, cf. Sch. ad loc.
German (Pape)
[Seite 964] die Augen, den Mund verschließen; τοὺς ὀφθαλμούς D. Sic. 1, 48; ὄμματα Opp. Hal. 2, 110; ὀπωπάς Cyn. 4, 144; ohne Zusatz, ἄνοια τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν Pol. 4, 27, 7; den Mund als Zeichen des Zugeständnisses schließen, Ar. Vesp. 934; – ὠτειλαὶ δ' ἑκάτερθεν ἐπιμύουσιν ὀδόντων Opp. Cyn. 2, 290.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 cligner ; abs. fermer les yeux, mourir;
2 faire un signe en fermant la bouche ou les yeux, faire un signe de connivence;
II. intr. se fermer en parl. des paupières, d'une blessure.
Étymologie: ἐπί, μύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμύω: (ῡ)1 моргать, мигать (τοὺς ὀφθαλμούς Diod.);
2 подмигивать, делать знак глазами Polyb.;
3 подмигивать в знак согласия Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμύω: μέλλ. -ύσω ῡ: ― κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 48· ὄμματ’ ἐπιμύει Ὀππ. Ἁλ. 2. 110· ἀπολ., κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, ἀποθνήσκω, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41. 5· ἄνοια μετὰ κακίας τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν Πολύβ. 4. 27, 7. 2) συγκλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 934. ΙΙ. ἀμεταβ., τὰ βλέφαρα μόγις τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6: ― ἀπολ., κλείω, ἐπὶ ὠτειλῶν, Ὀππ. Κ. 2. 290.
Greek Monolingual
ἐπιμύω (AM)
1. κλείνω τα μάτια
2. πεθαίνω
αρχ.
1. κλείνω τα μάτια για να δείξω πως συμφωνώ
2. κλείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύω «κλείνω (τα μάτια)»].
Greek Monotonic
ἐπιμύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κλείνω τα μάτια μου ως ένδειξη συναίνεσης, σε Αριστοφ.