ἐκθλίβω

From LSJ
Revision as of 18:54, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθλίβω Medium diacritics: ἐκθλίβω Low diacritics: εκθλίβω Capitals: ΕΚΘΛΙΒΩ
Transliteration A: ekthlíbō Transliteration B: ekthlibō Transliteration C: ekthlivo Beta Code: e)kqli/bw

English (LSJ)

[ῑ], A squeeze out, Arist.HA578b4, 626a20, Epicur.Ep.2p.50U., Nic.Al.626:—Pass., Arist.HA522a20; to be forced from one's position, Plu.Sull.19. 2 Pass., to be crowded, cramped, of troops, X.An.3.4.19. 3 squeeze, press, σταφυλήν LXX Ge.40.11:—Pass., aor. 2 part. ἐκθλῐβείς Dsc.1.112. b squeeze out, Arist.Mete.342a9 (Pass.). 4 Gramm., elide a letter at the beginning or end of a word, οὐ γὰρ οἷόν τε εὑρέσθαι τὸ ῡ -όμενον A.D.Conj.228.17, cf. D.H.Dem.43.

Spanish (DGE)

v. tb. ἐκφλίβω
A I1exprimir líquidos χυλόν Hp.Mul.1.75, cf. Nic.Al.626, (σταφυλήν) εἰς τὸ ποτήριον LXX Ge.40.11, en v. pas. ἐν δὲ τοῖς ἀνδράσι μεθ' ἥβην ἐνίοις ἐκθλίβεται ὀλίγον en algunos hombres después de la pubertad se extrae un poco de leche, Arist.HA 522a20.
2 cien. expulsar, expeler en la respiración, Arist.de An.404a11, ποσὰ τῶν περιφερῶν ἐκθλίψαντα expeliendo algunos de los elementos redondos en la formación de hielo, Epicur.Ep.[3] 109
en v. pas. ser impelido o empujado κοῦφον ... ἐκθλιβόμενον Arist.Cael.310a10, ἔνια διὰ τὸ ἐκθλίβεσθαι ῥιπτεῖται las estrellas fugaces, Arist.Mete.342a9, τι τοῦ ἀέρος ... εἰς τὸν αἰθέρα ἐκθλιβέν para explicar los cometas, Posidon.131a, (ἦχος) ἐκθλίβεται Aristid.Quint.43.8, cf. Cleom.1.1.77.
3 aplastar, prensar en v. pas. τῶν μύρτων ἐκθλιβέντων Dsc.1.112, ἀσκοὶ πλήρεις ὕδατος ... ἐκθλιβόμενοι Poliorc.247.9, γένος ἀνθρώπων ἐκτεθλιμμένων τὴν ῥίνα raza de hombres de nariz achatada, Peripl.M.Rubri 62.
4 oprimir, acosar, acorralar c. ac. de pers. ἐξέθλιψεν ... τοὺς υἱοὺς Δαν LXX Id.1.34, τὸν πλησίον ... ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ LXX Mi.7.2, Si.16.28, cf. PTor.Amenothes 8.77 (II a.C.), en v. pas. ἐκθλιβόμενος ὑπὸ πλήθους Plu.Sull.19.
II c. resultado de eliminación
1 eliminar apretando u oprimiendo, arrancar τὸ κέντρον Arist.HA 626a20, τοὺς ὄρχεις Arist.HA 578b4, en v. pas. ἴονθοι ἐκθλιβόμενοι Phld.Sign.13.34, ἐκτεθλιμμένος castrado LXX Le.22.24.
2 exterminar, aniquilar ἄγγελος κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς LXX Ps.34.5, cf. Melit.Pasch.152, en v. pas. ἀπαγορεύειν καὶ ἐκθλίβεσθαι desfallecer y ser aniquilado Gr.Nyss.Pss.149.9.
3 gram. suprimir, eliminar en interior de palabra, D.H.Dem.43.7
en v. med.-pas. elidirse, suprimirse una vocal al principio o final de palabra, Trypho 6, EM 337.4G.
B en v. med.
1 apretarse unos con otros, estrujarse, estorbarse ἐκθλίβεσθαι τοὺς ὁπλίτας καὶ πορεύεσθαι πονηρῶς X.An.3.4.19.
2 ser estrecho (ὁδός) ἐκτεθλιμμένη camino estrecho el de la verdad, Amph.Seleuc.201.

German (Pape)

[Seite 760] ausdrücken, auspressen, καὶ ἐκκρούειν Arist. Meteorl. 1, 4; ἐξεθλίβη Plut. pr. frig. 19; heraus-, wegdrängen, Xen. An. 3, 4, 19.

French (Bailly abrégé)

exprimer en pressant.
Étymologie: ἐκ, θλίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθλίβω: (ῑ)
1 выдавливать, выжимать (γάλα ἐκθλίβεται Arst.): ἐκθλίψας τὸ πνεῦμα Plut. задохнувшись;
2 вытеснять, выпирать, изгонять (ἀνάγκη ἐστὶν ἐκθλίβεσθαι τοὺς οπλίτας Xen.; ὑπὸ ψυχροῦ ἐκθλίβεται τὸ θερμόν Arst.; πόνῳ ἐκθλιβομένη ῥᾳθυμία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθλίβω: ῑ, διὰ τῆς θλίψεως ἐξάγω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3., 9. 40, 39: - Παθ., αὐτόθι 3. 20, 11, ἐπὶ στρατοῦ, ἐκθλίβομαι ὠθούμενος ἔξω τῆς θέσεώς μου, Πλουτ. Σύλλας 19. 2) μεταφ., προξενῶ θλῖψιν, καταθλίβω, Ξεν. Ἀν. 3. 4. 19.

Greek Monolingual

(AM ἐκθλίβω)
1. συμπιέζω και αφαιρώ τον χυμό, στίβω σταφύλια, φρούτα κ.λπ.
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στο τέλος λέξεων, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο
αρχ.-μσν.
διώχνω κάποιον από τη θέση του, εξωθώ
αρχ.
παθ. συνωστίζομαι.

Greek Monotonic

ἐκθλίβω: [ῐ], μέλ. -ψω, συμπιέζω, συνθλίβω· προξενώ μεγάλη θλίψη, καταθλίβω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to squeeze much: to distress greatly, Xen.