ἰξώδης
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ες, like birdlime, sticky, clammy, Hp.Ulc.12, Luc.Tim.29.
German (Pape)
[Seite 1255] ες, kleberig, zäh, wie Vogelleim; Hippocr.; Theophr.; ἡ πενία ἰξ. καὶ εὐλαβής, anklebend, Luc. Tim. 29.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
gluant, visqueux.
Étymologie: ἰξός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἰξώδης: досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный (πενία Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἰξῷ, κολλώδης, Ἱππ. 876C, κτλ.· ― μεταφ., φιλάργυρος, φειδωλός, Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. γλοιός.
Greek Monolingual
-ες (Α ἰξώδης, -ῶδες) ιξός
αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης
νεοελλ.
φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες
η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών
αρχ.
μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. βορβορώδης, ελλεβορώδης). Η λ. ως επιστημονικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. viscosite < λατ. viscositas < viscosus «γλοιώδης, κολλώδης» (< viscum «ιξός»)].