ἑρπυσμός

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπυσμός Medium diacritics: ἑρπυσμός Low diacritics: ερπυσμός Capitals: ΕΡΠΥΣΜΟΣ
Transliteration A: herpysmós Transliteration B: herpysmos Transliteration C: erpysmos Beta Code: e(rpusmo/s

English (LSJ)

ὁ,=foreg., Suid.; also,=ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. ἑρπησμός.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπυσμός) ερπύζω
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».