ἐξέρπω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
aor. A ἐξείρπῠσα Arist.HA599a26, Aret.SD2.13:—creep out of, ἔκ τινος Ar.Nu.710. 2 abs., creep out or forth, of a lame man, S.Ph.294; εἴ τις ἐξέρποι θύραζε Ar.Eq.607; of insects, Arist.HA 550a5, 599a26. II generally, go out, Hp.Vict.1.24; go forth, of an army or general, οὐ ταχὺ ἐξέρπει X.An.7.1.8, cf. Chiloap.D.L.1.73. 2 go away, ὑγιὴς ἐξῆρπε IG4.951.97 (Epid.). III trans., make to come forth, produce, βατράχους LXX Ps.104(105).30.
German (Pape)
[Seite 878] dasselbe, hervorkriechen, herausschleichen, vom hinkenden Philoktet, Soph. Phil. 294; ἐκ τοῦ σκίμποδος, von den Wanzen, Ar. Nubb. 709; vom Heere, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, es rückt langsam aus, schleicht nur so, Xen. An. 7, 1, 8. – Uebh. hervorkommen, Chilo bei D. L. 1, 73. – Bei Sp. auch trans., hervorbringen.
French (Bailly abrégé)
1 ramper hors de, se traîner hors de;
2 se dérouler, se développer en parl. d'une armée.
Étymologie: ἐξ, ἕρπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέρπω:
1 выползать (θύραζε Arph.; ὥσπερ τὰ φαλάγγια Arst.);
2 медленно продвигаться (οὐ ταχὶυ ἐξέρπει τὸ στράτευμα Xen.); (о больном Филоктете) с трудом ползти, волочиться Soph.;
3 ирон. уезжать Chilon ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέρπω: ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― ἕρπω ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., ἕρπω ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· φεύγω κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., κάμνω νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, ἐξάγω, ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).
Greek Monolingual
ἐξέρπω (Α) έρπω
1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)
2. πηγαίνω έξω
3. προχωρώ μπροστά
4. απέρχομαι
5. παράγω, γεννώ.
Greek Monotonic
ἐξέρπω: αόρ. αʹ -είρπῠσα·
1. έρπω, σέρνομαι έξω από, ἔκ τινος, σε Αριστοφ.
2. απόλ., σέρνομαι, γλιστρώ προς τα έξω ή μπροστά, σε Σοφ., Αριστοφ.· λέγεται για στράτευμα, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, σε Ξεν.
Middle Liddell
aor1 -είρπῠσα
1. to creep out of, ἔκ τινος Ar.
2. absol. to creep out or forth, Soph., Ar.; of an army, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Xen.