τροχήλατος

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχήλᾰτος Medium diacritics: τροχήλατος Low diacritics: τροχήλατος Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: trochḗlatos Transliteration B: trochēlatos Transliteration C: trochilatos Beta Code: troxh/latos

English (LSJ)

ον, A wheel-drawn, σκηναί A.Pers.1001 (lyr.); δίφροι S.El.49. 2 dragged by or at the wheels, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι E.Andr.399. 3 ploughed with wheels, κελεύθου τρίοδος A.Fr.173. 4 formed on the potter's wheel, λύχνος Ar.Ec.1, cf. Xenarch.1.9. 5 metaph., hurried along like a wheel or chariot, E.HF122 (lyr.); τ. μανία whirling madness, Id.IT82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des roues ; fig. qui tourne en tous sens, qui s'agite de tous côtés.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχήλατος -ον [τροχός, ἐλαύνω] door wiel(en) voortgedreven:; τροχήλατος λύχνος lamp die op de pottenbakkersschijf is gemaakt Aristoph. Eccl. 1; rijdend:; σκηναὶ τροχήλατοι huifkarren Aeschl. Pers. 1001; overdr.: τροχήλατος μανία voortijlende razernij Eur. IT 82.

German (Pape)

1 vom Rade am Wagen gezogen, getrieben, δίφροι, Soph. El. 49; σκηναί, Aesch. Pers. 926; auch vom Wege, der durch die Wagen abgerieben ist, frg. 161; Eur. μανία, I.T. 82; der auch vrbdt σφαγὰς Ἕκτορος τροχηλάτους, der Mord des mit dem Wagen geschleiften Hektors, Andr. 399.
2 auf der Töpferscheibe gedreht, getrieben, λοπάς Xenarch. bei Ath. II.64, λύχνος Ar. Eccl. 1.

Russian (Dvoretsky)

τροχήλᾰτος:
1 движущийся на колесах (σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; ἀπήνη Luc.);
2 изборожденный колесами (τρίοδος Aesch.);
3 влекомый колесницей: σφαγαὶ Ἓκτορος τροχήλατοι Eur. влекомый колесницей (Ахилла) труп Гектора;
4 влекущий, т. е. впряженный в колесницу (πῶλος Eur.);
5 кружащий колесом, т. е. не дающий покоя, преследующий (μανία Eur.);
6 обработанный или выделанный на гончарном круге (λύχνος Arph.).

Greek Monolingual

-η, -ο / τροχήλατος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο
α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν το κινούσαν έλικες, όπως τα σημερινά, αλλά ένα ζεύγος μεγάλων πτερυγιοφόρων τροχών που ήταν τοποθετημένοι στο μέσον περίπου του πλοίου, εξωτερικά, ανά ένας σε κάθε πλευρά, και στους οποίους η περιστροφική κίνηση μεταδιδόταν απευθείας από τη μηχανή, αλλ. τροχοφόρο
β) μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές, ντρεζίνα
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια) αυτός που γίνεται κατά την τροχηλασία («σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι», Ευρ.)
2. αυτός που ανοίγεται με τη χρήση τροχών («κελεύθου τρίοδος τροχήλατος», Αισχύλ.)
3. αυτός που κατασκευάζεται στον κεραμεικό τροχό
4. μτφ. α) (για πάθη και συναισθήματα) πάρα πολύ έντονος, βίαιος
β) αυτός που τρέχει γρήγορα («ἅρματος βάρος φέρων τροχηλάτοιο», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἱππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τροχήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω
1. αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ.
3. μεταφ., αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τροχός ή άμαξα, στον ίδ.· μανία τροχήλατος, περιστρεφόμενη μανία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχήλᾰτος: -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου τρίοδος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, λύχνος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς ἅμαξα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 μανία τρ., περιστρεφομένη μανία, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.

Middle Liddell

τροχ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω
1. driven on wheels, wheel-drawn, Aesch., Soph.
2. dragged by or at the wheels, Eur.
3. metaph. hurried along like a wheel or chariot, Eur.; μανία τρ. whirling madness, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό). Ἀπό τό τροχός (τρέχω) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρέχω.