ἐπιίστωρ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, A privy to a thing: c.gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od.21.26; so τεῶν μύθων ἐ. A.R.4.89: abs., ib.16. 2. acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP11.371 (Pall.), App.Anth.7.2 (Euc.); σοφίης IG3.946, cf. Doroth.in Cat.Cod.Astr.2.172.
German (Pape)
[Seite 944] ορος, der um Etwas weiß, kundig, erfahren; bei Hom. einmal, Odyss. 21, 26, φῶθ' Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων, den großer Thaten kundigen, entweder = den Vollbringer großer, tapferer Thaten, oder = den Mitwisser eines Verbrechens, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – Sp. D., z. B. δίσκων Pallad. 27 (XI, 371, vgl. XV, 13); θήρης Qu. Sm. 5, 203; mitwissend, Ap. Rh. 4, 16; Zeuge, 4, 87.
English (Autenrieth)
ορος (root ϝιδ): conscious of, accomplice in, Od. 21.26†.
Greek Monolingual
ἐπιίστωρ, ο (Α)
1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)
2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) του θέματος Fειδ- του ρ. oίδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
ἐπιίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. μυημένος σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
2. ειδήμων, έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπι-ίστωρ, ορος,
1. privy to a thing, c. gen., Od.
2. acquainted with, practised in a thing, c. gen., Anth.