ἐπαρτύω
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
and ἐπαρτ-ύνω [ῡν], A fit or fix on, αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα Od.8.447. II prepare, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα Od.3.152; ὄλεθρόν τινι Opp.C.2.443:—Med., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο they prepared them a meal, h.Cer.128.
German (Pape)
[Seite 905] darauf fügen, πῶμα Od. 8, 447.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἐπήρτυε;
ajuster sur.
Étymologie: ἐπί, ἀρτύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρτύω:
1 прилаживать, приделывать (πῶμα Hom.);
2 устраивать, готовить (πῆμα Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτύω: ῠ, καὶ -ύνω ῡν, συναρμόττω, αὐτίκ’ ἐπήρτυε πῶμα Ὀδ. Θ. 447. ΙΙ. παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο Ὀδ. Γ. 152· ὄλεθρόν τινι Ὀπ. Κυν. 2. 443. - Μέσ., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο, παρεσκεύαζον, ἡτοίμαζον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 128.
English (Autenrieth)
fit on, Od. 8.447.
Greek Monolingual
ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α)
1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.)
2. ετοιμάζω, παρασκευάζω
3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].
Greek Monotonic
ἐπαρτύω: και -ύνω[ῡ],
I. εφαρμόζω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. προετοιμάζω, στο ίδ. — Μέσ., προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
and -ύνω
I. to fit on, Od.
II. to prepare, Od.:—Mid. to prepare for oneself, Hhymn.