ἀναμοχλεύω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
raise by a lever, ἀναμοχλεύω πύλας force open the gates, E.Med. 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403.
Spanish (DGE)
1 apalancar, levantar con una palanca τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4
•arrancar de raíz τὸν σὸν νεοφύτιον SB 7995.25 (III a.C.), (τοὺς πόδας) ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον LXX 4Ma.10.5, cf. Hsch.s.u. ἀνοχλίζων.
2 abrir, desatrancar πύλας E.Med.1317, τὰ καθ' ᾅδου Epiph.Const.Haer.77.29
•fig. τὸν νοῦν Cyr.Al.M.73.428C
•de articulaciones dislocadas reducir Gal.18(1).403.
3 fig. ἀ. λόγους pronunciar palabras Gr.Naz.M.38.147A.
German (Pape)
[Seite 198] mit dem Hebel aufbrechen, πύλας Eur. Med. 1317; emporheben, ῄσσαν Luc. Cont. 4; Verborgenes gewaltsam an's Licht ziehen, Heliod.
French (Bailly abrégé)
forcer (une porte) avec un levier.
Étymologie: ἀνά, μοχλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμοχλεύω:
1 взламывать с помощью лома (πύλας Eur.);
2 срывать с основ, опрокидывать (τὴν Ὄσσαν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμοχλεύω: κινῶ ἢ ἐγείρω διὰ μοχλοῦ, βιάζω, ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί ταῦτα κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.
Greek Monolingual
(Α ἀναμοχλεύω)
ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό
νεοελλ.
εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω
αρχ.
1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια
2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μοχλεύω < μοχλός.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναμόχλευση (-ις)].
Greek Monotonic
ἀναμοχλεύω: μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε Ευρ.