ὑποκαθέζομαι

From LSJ
Revision as of 11:08, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαθέζομαι Medium diacritics: ὑποκαθέζομαι Low diacritics: υποκαθέζομαι Capitals: ΥΠΟΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypokathézomai Transliteration B: hypokathezomai Transliteration C: ypokathezomai Beta Code: u(pokaqe/zomai

English (LSJ)

lie in ambush, Anon. ap. Suid., Onos.6.7; late aor. ὑποκαθεσθῆναι, sink, settle down, Sch.Th.3.89, Gp.6.18 (v.l. ἐπικ-).

German (Pape)

[Seite 1218] (s. ἕζομαι), = ὑποκάθημαι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. καθέζομαι κρυφίως, χάριν ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ μέρος τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· εἶναι πλημμ. γραφ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
(αποθ.) (ο παθ. αόρ.) ὑποκαθέσθην
έπαθα καθίζηση («τὸ μέρος τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. Θουκ.)
αρχ.
κάθομαι κάπου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός και, κυρίως, στήνω ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθέζομαι «κάθομαι»].