πολυβότειρα

From LSJ
Revision as of 14:48, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβότειρα Medium diacritics: πολυβότειρα Low diacritics: πολυβότειρα Capitals: ΠΟΛΥΒΟΤΕΙΡΑ
Transliteration A: polybóteira Transliteration B: polyboteira Transliteration C: polyvoteira Beta Code: polubo/teira

English (LSJ)

ἡ, fem. Adj., (βόσκω) much- or all-nourishing, in Ep. form πουλυβότειρα, epithet of χθών, Il.3.89, al.; of Ἀχαιίς, 11.770.

German (Pape)

[Seite 660] ἡ, fem. von πολυβοτήρ, Viele ernährend; bei Hom. u. Hes. stets in der ion. Form πουλυβότειρα; gew. Beiwort von χθών, einmal auch Ἀχαιίδα πουλυβότειραν, Il. 11, 740.

Russian (Dvoretsky)

πολυβότειρα: ион. πουλυβότειρα adj. f питающая многих (χθών, Ἀχαιΐς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυβότειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ὑποτιθεμένου ἀρσ. πολυβοτήρ· (βόσκω)· ― ἡ πολλοὺς τρέφουσα, Ὅμ. καὶ Ἡσ., ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ πουλυβότειρα, ὡς ἐπίθ. τοῦ χθών, ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ἰλ. Γ. 85, 195, Ζ. 213, Φ. 426, ὡσαύτως ἐπίθ. τοῦ Ἀχαιΐς, Ἀχαιΐδα πουλυβότειραν Λ. 770. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

English (Autenrieth)

(βόσκω): much- or all-nourishing, epithet of the earth, Ἀχαιίς, Il. 11.770.

Greek Monolingual

ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α
(για γη)
1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βότειρα (θηλ. του βοτήρ < θ. βο- του βόσκω), πρβλ. λαοβότειρα].

Greek Monotonic

πολυβότειρα: θηλ. επίθ. (βόσκω), αυτή που τρέφει πολλούς ή όλους, σε Όμηρ., Ησίοδ.· στον Επικ. τύπο πουλυβότειρα.

Middle Liddell

βόσκω
much or all nourishing, Hom., Hes., in epic form πουλυβότειρα.