ἀφικάνω

From LSJ
Revision as of 18:39, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐκάνω Medium diacritics: ἀφικάνω Low diacritics: αφικάνω Capitals: ΑΦΙΚΑΝΩ
Transliteration A: aphikánō Transliteration B: aphikanō Transliteration C: afikano Beta Code: a)fika/nw

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. = ἀφικνέομαι, only pres. and impf., arrive at, mostly c. acc., Od.14.159, al.; πρὸς τεῖχος . . ἀφικάνει Il.6.388: c. gen., A.R.1.177.

Spanish (DGE)

(ἀφῐκάνω)
• Prosodia: [-κᾱ-]
• Morfología: [sólo pres. e impf.]
llegar, alcanzar c. ac. ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω Od.14.159, ἀκτὴν Αἰαίην A.R.4.849, πεδίον Q.S.4.565, cf. 7.561, κονίη νεφέλας ἀφικάνει Orph.H.38.12
c. πρός y ac. πρὸς τεῖχος ... ἀφικάνει Il.6.388
c. ἐς, εἰς y ac. ἐς Τροίην Q.S.8.245, ἐς κλισίην Q.S.8.497, εἰς Μινύας Orph.A.111
c. adv. Ἄδμητος δ' ἀφίκανε Φεραιόθεν Orph.A.175.

German (Pape)

[Seite 411] (s. ἱκάνω), nur praes. u. impf., hingelangt sein, hinkommen, Hom. mit dem bloßen acc. des Zieles; Il. 6, 388 πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει; 14, 43 δεῦρ' ἀφικάνεις.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἀφίκανον;
parvenir à, arriver à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἱκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφῐκάνω: (κᾱ) (только praes. и impf. ἀφίκανον) приходить, прибывать (τι и πρός τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐκάνω: [ᾱ], Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· ὡσαύτως μετὰ προθ., πρὸς τεῖχος… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388.

English (Autenrieth)

be come to, arrived at (from somewhere); δεῦρο, πρός τι, always with perf. signif., exc. Od. 9.450, and in Od. always w. acc. of end of motion.

Greek Monolingual

ἀφικάνω (Α) ικάνω
(επικός τ. αντί αφικνούμαι) φθάνω κάπου.

Greek Monotonic

ἀφῐκάνω: [ᾱ], μόνο σε ενεστ. και παρατ. φτάνω σε, έχω έρθει σε, με αιτ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

only in present and imperfect
to arrive at, to have come to, c. acc., Hom.