προσάνειμι

From LSJ
Revision as of 12:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάνειμι Medium diacritics: προσάνειμι Low diacritics: προσάνειμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: prosáneimi Transliteration B: prosaneimi Transliteration C: prosaneimi Beta Code: prosa/neimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.

German (Pape)

[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.

French (Bailly abrégé)

monter jusqu'à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-άνειμι omhoog gaan:. τὸ δ’ ἔτι προσανῄει het andere deel (van het leger) was nog bezig naar boven te klimmen Thuc. 7.44.3.

Russian (Dvoretsky)

προσάνειμι: εἶμι восходить, подниматься: τὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει Thuc. часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась.

Greek (Liddell-Scott)

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.

Greek Monolingual

Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῦσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].

Greek Monotonic

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.