ψευδάδελφος

From LSJ
Revision as of 15:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάδελφος Medium diacritics: ψευδάδελφος Low diacritics: ψευδάδελφος Capitals: ΨΕΥΔΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: pseudádelphos Transliteration B: pseudadelphos Transliteration C: psevdadelfos Beta Code: yeuda/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, false brother, pretended Christian, 2 Ep.Cor. 11.26, Ep.Gal.2.4, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux frère.
Étymologie: ψευδής, ἀδελφός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδάδελφος -ου, ὁ [ψευδής, ἀδελφός] valse broeder. NT.

Russian (Dvoretsky)

ψευδάδελφος:лжебрат, мнимый член братии NT.

English (Strong)

from ψευδής and ἀδελφός; a spurious brother, i.e. pretended associate: false brethren.

English (Thayer)

ψευδαδελφου, ὁ (ψευδής and ἀδελφός), a false brother, i. e. one who ostentatiously professes to be a Christian, but is destitute of Christian knowledge and piety: Galatians 2:4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀδελφός.

Greek Monotonic

ψευδάδελφος: ὁ, ψευδής ή δόλιος αδελφός, ψευτοχριστιανός, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάδελφος: ὁ, ψευδὴς ἀδελφὸς, προσποιούμενος τὸν Χριστιανὸν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4, Ἐκκλ.

Middle Liddell

ψευδ-άδελφος, ὁ,
a false brother, NTest.

Chinese

原文音譯:yeud£delfoj 普修得阿得而賀士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:假-(弟兄)
字義溯源:假弟兄;由(ψευδής)=假的)與(ἀδελφός)=弟兄)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀδελφός)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(δελεάζω)Y*=母腹)組成
出現次數:總共(2);林後(1);加(1)
譯字彙編
1) 假弟兄(2) 林後11:26; 加2:4