πενθήρης
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ες, lamenting, mourning, E.Ph.323 codd., Tr.141 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 555] ες, klagend, trauernd, κουρᾷ ξυρήκει πενθήρει, Eur. Troad. 141, vgl. Phoen. 327.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de deuil, qui est dans le deuil.
Étymologie: πένθος, ἄρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθήρης -ες [πένθος, ἀραρίσκω] vol verdriet.
Russian (Dvoretsky)
πενθήρης: печальный, скорбящий Eur.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
ο πλήρης πένθους, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. μονήρης)].
Greek Monotonic
πενθήρης: -ες (*ἄρω), πλήρης πένθους, γεμάτος θρήνο, πένθιμος, θρηνητικός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πενθήρης: -ες, πλήρης πένθους, πενθῶν, ἐσχηματίσθη ὡς τὸ φρενήρης, κτλ., Εὐρ. Φοίν. 323, Τρῳ. 141.