βαθύβουλος
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ον, deep-counselling, φροντίς A.Pers.142 (lyr.).
Spanish (DGE)
(βᾰθύβουλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que reflexiona profundamente φροντίς A.Pers.142.
German (Pape)
[Seite 424] φροντίς, von tiefer Einsicht, Aesch. Pers. 138.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux pensées profondes.
Étymologie: βαθύς, βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύβουλος -ον βαθύς, βουλή met diepe overweging.
Russian (Dvoretsky)
βαθύβουλος: глубокомысленный, проницательный (φροντίς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βαθύβουλος: -ον, ἔχων βαθείας βουλάς, Αἰσχ. Πέρσ. 142.
Greek Monolingual
βαθύβουλος, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)].