συναριστεύω

From LSJ
Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινι" to "τινι")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰριστεύω Medium diacritics: συναριστεύω Low diacritics: συναριστεύω Capitals: ΣΥΝΑΡΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: synaristeúō Transliteration B: synaristeuō Transliteration C: synaristeyo Beta Code: sunaristeu/w

English (LSJ)

do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.

French (Bailly abrégé)

rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰριστεύω: вместе прославляться, отличиться (σ. ἅμα τινί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
to do brave deeds together, Eur.