ἐπεκχωρέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
advance next or after, A.Pers.401.
German (Pape)
[Seite 914] dazu ausrücken, ins Feld, Aesch. Pers. 393.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. ἐπεξεχώρει;
s'avancer ensuite.
Étymologie: ἐπί, ἐκχωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεκχωρέω: (3 л. sing. impf. ἐπεξεχώρει) (вслед за кем-л. или против кого-л.) выступать, двигаться (ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκχωρέω: χωρῶ, βαίνω κατόπιν ἄλλου, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401, τὸ δεξιόν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας ἠγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ’ ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει.
Greek Monotonic
ἐπεκχωρέω: μέλ. -ήσω, προχωρώ κατόπιν ή μετά από κάποιον άλλο, σε Αισχύλ.