πτερόω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
(πτερόν)
A furnish with feathers or furnish with wings, τινα Ar.Av.1334, 1361, Ra.1437, Pl.R. 467d; for πτεροῦν βυβλίον, v. γλυφίς:—Pass., to be feathered or become feathered, to be fledged, Ar.Av.804, 1382, 1446 (with a play on signf. ΙΙ), Pl.Phdr.249a, al., Com.Adesp.172; ἔπος ἐπτερωμένον Ar.Ra.1388.
b represent as winged, τὰς Μούσας καὶ τὰς Σειρῆνας Porph.Abst.3.16.
2 ναῦν πτερόω have the oars spread like wings ready to dip into the water, Plb.1.46.11 (intr. in pf., ναῦς ἐπτερωκυῖα ib.9), cf. Plu.Ant.63, Charito 1.9; ταρσῷ κατήρει πίτυλος ἐπτερωμένος E.IT1346.
II metaph., set on the wing, excite, Ar. Av.1446 (v. supr. 1.1):—Pass., to be excited, ἐπὶ τὸν Πυθαγόρου βίον Philostr.VA1.7; ἐς χορείην Anacreont.51.4; πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Luc.Dom.4; τοῖς ἔξωθεν πλεονεκτήμασιν Jul.Or.7.235b: abs., Plu.Art.24.
German (Pape)
[Seite 809] befiedern, mit Federn oder Flügeln versehen; Her. 2, 128; Plat. Rep. 467 d; pass., Flügel bekommen, Phaedr. 248 e; öfter; auch von Schiffen, mit Segeln u. Rudern versehen, ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; vgl. τὴν ναῦν, Pol. 1, 46, 11, ναῦς ἐπτερωκ υῖα, ib. 9, Plut. Ant. 63; Ar. auch ἔπος ἐπτερωμένον, wie πτερόεν, Ran. 1384; πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν, Luc. de domo 4 u. A. die Seele durch Hoffnung, durch Leidenschaften erheben, Plut. Artax. 24; πόθος πτεροῦται, Anacr. 25, 8; ὁ γέρων ἐγὼ πτεροῦμαι, 51, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. munir d'ailes ou de plumes;
II. fig. 1 munir d'ailes, càd de cordages ou de rames;
2 élever l'âme comme avec des ailes ; Pass. s'exalter, s'élever (sur les ailes de l'espérance, de la passion, etc.).
Étymologie: πτερόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτερόω [πτερόν] van vleugels voorzien:; πτερώσω σ’ ὥσπερ ὄρνιν ik zal je als een vogel van vleugels voorzien Aristoph. Av. 1361; perf. part. med.-pass..; ἐπτερωμένος gevleugeld Aristoph. Av. 804; overdr.. τοὔπος ἐπτερωμένον het woord was gevleugeld Aristoph. Ran. 1388. spec. van roeiriemen als vleugels uitspreiden: perf. pass.. πίτυλος ἐπτερωμένος roeiriem die als vleugel is uitgespreid Eur. IT 1346; τοὺς ταρσοὺς τῶν νεῶν... πτερώσας de roeibladen van de schepen als vleugels laten uitsteken Plut. Ant. 63.1. overdr. pass. vleugels krijgen, bevlogen raken:. ὥστε τοὺς ἄλλους πτεροῦσθαι zodat de anderen vleugels kregen Plut. Art. 24.10.
Russian (Dvoretsky)
πτερόω:
1 снабжать перьями или снабжать крыльями, оперять, окрылять (τινα Arph., Plat.); pass. обрастать перьями или крыльями, оперяться Plat.: ἔπος ἐπτερωμένον Arph. крылатое слово;
2 мор. оснащать, снабжать парусами и веслами (σκάφος ταρσῷ Eur.; τὴν ναῦν Polyb.);
3 быть оснащенным (ναῦς ἐπτερωκυῖα Polyb.);
4 перен. окрылять, возносить, побуждать (λόγοισι Arph.): πτερωθῆναι πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τινός Luc. быть охваченным страстью к чему-л.
Greek Monotonic
πτερόω: μέλ. -ώσω (πτερόν) ·
I. 1. προμηθεύω με πούπουλα ή φτερά, κοσμώ με φτερά, τινά, σε Αριστοφ.· πτεροῦν βιβλίον, διπλώνω χαρτί ως πτερόσχημο βέλος, σαΐτα, σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι φτερωτός, αποκτώ φτερά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. εφοδιάζω πλοίο με κουπιά· μεταφ., στην Παθ., σκάφος τάρσῳἐπτερωμένον, σε Ευρ.
II. μεταφ., κάνω κάποιον να πετάξει, διεγείρω, ενθουσιάζω (πρβλ. ἀναπτερόω), σε Αριστοφ. — Παθ. είμαι συνεπαρμένος, αναπτερωμένος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πτερόω: (πτερὸν) βάλλω, παρέχω πτερὰ εἴς τινα ἢ εἴς τι, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1334, 1361, Βάτρ. 1437, Πλάτ. Πολ. 467D· περὶ τοῦ πτεροῦν βιβλίον, ἴδε ἐν λέξ. γλυφίς. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι πτερωτός, ἔχω ἢ κτῶμαι πτέρυγας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 804, 1383, 1446 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε, 249Α, κ. ἀλλ.· ἔπος ἐπτερωμένον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1388. 2) πτερῶ τὴν ναῦν, ἔχω τὰς κώπας τεταμένας ὡς πτέρυγας, ἕτοιμος νὰ βυθίσω αὐτὰς εἰς τὸ ὕδωρ, Πολύβ. 1. 46, 11 (ὁ πρκμ. κεῖται ἀμεταβάτως, ναῦς ἐπτερωκυῖα αὐτόθι 9), Πλουτ. Ἀντών. 63· ― ὅθεν, ταρσῷ πίτυλος ἐπτερωμένος, ἡ διὰ τῶν κωπῶν ὡς πτερῶν πλῆξις τῆς θαλάσσης, δηλ. αὐταὶ αἱ ὡς πτερὰ κῶπαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1346 (τὸν στίχον δὲ τοῦτον ὁ Ἕρμαν. καὶ ὁ Δινδ. θέτουσι μετὰ τὸν στίχ. 1394 = 1362 Ἕρμανν.). ΙΙ. μεταφ., κάμνω τινὰ νὰ πετάξῃ, διεγείρω, ἐξεγείρω (πρβλ. ἀναπτερόω), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― Παθ., ἀναπτεροῦμαι, ἐπὶ Πυθαγόραν Φιλόστρ. 9· χορείην Ἀνακρεόντ. 54. 4· πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Λουκ. Δημ. 4· ὑφ’ ἡδονῶν Κλήμ. Ἀλ. 288· ἀπολ., Πλουτ. Ἀρτοξ. 24. ― Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α΄, σελ. 168.
Middle Liddell
πτερόν
I. to furnish with feathers or wings, feather, τινά Ar.; πτεροῦν βιβλίον to tie a paper to a feathered arrow, Hdt.:—Pass. to be or become feathered, to be fledged, Ar., Plat.
2. to furnish a ship with oars: metaph. in Pass., σκάφος τάρσῳ ἐπτερωμένον winged with oars, Eur.
II. metaph. to set on the wing, excite (cf. ἀναπτερόω), Ar.:—Pass. to be excited, Luc.