ὑποκριτικός
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ὑποκριτική, ὑποκριτικόν,
A belonging to ὑπόκρισις ΙΙ, skilled therein, ἔστι φύσεως τὸ ὑποκριτικὸν εἶναι having a good delivery, Arist.Rh.1404a15.
2 suited for speaking or suited for delivery, λέξις ὑποκριτικωτάτη ib. 1413b9, cf. Demetr.Eloc.193: ἡ ὑποκριτική (sc. τέχνη) the art of delivery, Arist.Rh. 1404a13, Po.1456b10, al. (but, the actor's art, Hp.Vict.1.24 (v.l. ὑποκριταί), Phld.Mus.p.91 K., Gal.Thras.27). Adv. ὑποκριτικῶς = like an actor Chamael. ap. Ath.9.407a.
3 metaph., acting a part, pretending to, ὑ. τοῦ βελτίονος Luc.Alex.4, cf. Vett.Val.42.25, al. Adv. ὑποκριτικῶς Id.38.19.
German (Pape)
[Seite 1222] ή, όν, schauspielerisch, zur Kunst des Schauspielers gehörig, geschickt; Arist. rhet. 3, 1; λέξις 3, 12; ἡ ὑποκριτική, sc. τέχνη, Schauspielerkunst, D. L. 3, 101; – heuchlerisch, zur Verstellung geneigt, den Schein annehmend, ψυχὴ ὑποκριτικὴ τοῦ βελτίονος Luc. Alex. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les comédiens ou l'art du comédien ; ἡ ὑποκριτική (τέχνη) l'art du comédien;
2 qui convient à un comédien;
3 propre à être comédien;
4 qui feint, gén;
Sp. ὑποκριτικώτατος.
Étymologie: ὑποκριτής.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκρῐτικός:
1 актерский, сценический, драматический (λέξις Arst.);
2 притворяющийся, лицемерный: ψυχὴ ὑποκριτικὴ τοῦ βελτίονος Luc. характер, прикидывающийся добродетельным.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκρῐτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόκρισιν (ΙΙ), πεπειραμένος, ἔμπειρος εἰς αὐτήν, φύσει ὑποκριτικός, ἔχων φυσικὴν δεξιότητα πρὸς ἀπαγγελίαν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 1, 7, πρβλ. Ποιητ. 19. 7., 26, 6. 2) ἁρμόζων εἰς λόγον ἢ εἰς ἀπαγγελίαν, ὑποκριτικωτάτη λέξις ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 3. 12, 2· ἡ ὑποκριτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς ἀπαγγελίας, αὐτόθι 3. 1, 7, Ποιητ. 19, 7, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 407Α. 3) μεταφορ., ὁ ὑποκρινόμενος, προσποιούμενος, ὑποκρ. τοῦ βελτίονος Λουκ. Ἀλέξ. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποκριτικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑποκριτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.)
2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις ὑποκριτικὴ τοῦ βελτίονος», Λουκιαν.)
3. το θηλ. ως ουσ. η υποκριτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη του ηθοποιού, η τέχνη με την οποία ένας ηθοποιός με την έκφραση του προσώπου, την εκφορά του λόγου και την κίνηση του σώματος εμψυχώνει έναν φανταστικό χαρακτήρα σε μια παράσταση, η ηθοποιία
αρχ.
αυτός που αρμόζει σε λόγο, σε απαγγελία («ἐναγώνιος μᾶλλον ἡ διαλελυμένη λέξις, ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ὑποκριτικὴ καλεῖται», Δημήτρ.).
επίρρ...
υποκριτικώς / ὑποκριτικῶς ΝΑ, και υποκριτικά Ν
με υποκρισία, προσποιητά
αρχ.
με υποκριτική τέχνη, με ηθοποιία.
Greek Monotonic
ὑποκρῐτικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει στο ὑπόκρισις II, αυτός που είναι τεχνίτης στην εκφώνηση λόγων, σε Αριστ.
2. κατάλληλος για απαγγελία ή εκφώνηση λόγου, ὑποκριτικωτάτη λέξις, στον ίδ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της απαγγελίας, στον ίδ.
3. μεταφ., αυτός που υποκρίνεται, προσποιείται σε κάτι, με γεν., σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑποκρῐτικός, ή, όν
1. belonging to ὑπόκρισις (II), having a good delivery, Arist.
2. suited for speaking or delivery, ὑποκριτικωτάτη λέξις Arist.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of delivery, Arist.
3. metaph. pretending to a thing, c. gen., Luc.