στόμιον

From LSJ
Revision as of 11:56, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμιον Medium diacritics: στόμιον Low diacritics: στόμιον Capitals: ΣΤΟΜΙΟΝ
Transliteration A: stómion Transliteration B: stomion Transliteration C: stomion Beta Code: sto/mion

English (LSJ)

τό, Dim. of στόμα: generally,
A mouth, Posidipp.26 16 codd. Ath.; στομίοισι δυσαλθές Nic.Al.12; of a venomous beast, ib. 524, Th.233.
II mouth of a vessel, κέρασι χρυσᾶ σ. προσβεβλημένοις A.Fr.185; [sc. συρίγγων] Emp.100.3; mouth of a cave used as a grave, S.Ant.1217: hence cave, vault, as if it were the entrance of the lower world, A.Ch.807 (lyr., of Delphi), cf. Pl.R. 615d, 615e: of any aperture or opening, Ti.Locr.101d, Arist.HA623a4; cavity from which winds issue, Id.Mu.395b27; σ. γαστρός Nic.Al.509; σ. τῆς ὑστέρας ος uteri, Sor.1.9, al.; [τῆς κύστεως] Gal.6.65, cf. 18(2).265, Aret. SD2.1, al.; socket of a bolt, στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε AP7.391 (Bass.); mouth of a canal, CPR42.13 (iii A.D.), etc.
III bridle-bit, bit, χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Hdt.4.72, cf. 1.215; χάλυβος.. στόμιον παρέχουσα S.Tr.1261 (anap.); γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων A.Pr.289 (anap.); δακὼν δὲ σ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος ib.1009; στόμια δέχεσθαι S.El.1462; ἐνδακοῦσαι στόμια E.Hipp.1223; συνδάκνειν X.Eq.6.9; σ. Τροίας a bit or curb for Troy, of the Greek army, A.Ag.132 (lyr.).
2 = φορβειά, Eust.539.16.
3 female ornament for the neck, Poll.5.98.

German (Pape)

[Seite 948] τό, dim. von στόμα, kleiner Mund, Öffnung, z. B. einer Höhle, Aesch. Ch. 796; vgl. Soph. Ant. 1202; Plat. Rep. X, 615 d; τῶν ὀρυγμάτων, Pol. 16, 11, 4; τὰ στόμια = στόμα, Posidipp. bei Ath. IX, 370 (v. 16). – Gebiß am Zaume, δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος, Aesch. Prom. 1011; vgl. τόνδ' οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων, 287; στόμια πριονωτά, Ar. bei Poll. 10, 56; χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν, Her. 4, 72; στόμια δέχεσθαι od. δάκνειν, Valk. Eur. Hipp. 1223; ὦ ψυχὴ χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Trach. 1251; vgl. ὡς εἴ τις ἐλπίσιν κεναῖς πάρος ἐξῄρετο – στόμια δέχηται τἀμά, El. 1462; χρυσοδαιδάλτους στομίοισι πώλους, Eur. I. A. 219; I. T. 935; sp. D., στομίοις κλεῖθρα δέχεσθαι, Bass. 10 (VII, 391).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 ouverture, orifice (d'une caverne, d'une cavité);
2 mors d'un cheval.
Étymologie: στόμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμιον -ου, τό, demin. van στόμα. mond, d.w.z. opening, ingang, uitgang. bit (metalen mondstuk voor paarden waaraan de teugels vastgemaakt worden):; στόμια ἐμβάλλειν ἐς τοὺς ἵππους de paarden een bit indoen Hdt. 4.72.4; δακὼν στόμιον bijtend op het bit Aeschl. PV 1009; overdr.. σ. Τροίας het bit van Troje (van Griekse leger) Aeschl. Ag. 132; στόμια δέχεσθαι het bit accepteren (d.w.z. gezag accepteren) Soph. El. 1462.

Russian (Dvoretsky)

στόμιον: τό [demin. к στόμα
1 отверстие, вход Aesch., Soph., Arst.;
2 полость, пещера: τὸ μέγα σ. Aesch. великая пещера (в Дельфах);
3 расселина, место выхода (στόμια τῶν πνευμάτων Arst.);
4 замочная скважина: στομίοις κλεῖθρα δέχεσθαι Anth. принимать засовы в скважины, т. е. быть запираемым на засовы;
5 удила (χαλινοὶ καὶ στόμια Her.): στόμια δέχεσθαι Soph. принимать удила, т. е. давать себя обуздать, покоряться; σ. μέγα Τροίας Aesch. великая узда Трои (об ахейцах);
6 пасть (αἱματερὰ στόμι᾽ ἐπεμβαλεῖν τινι Eur.).

Greek Monotonic

στόμιον: τό, υποκορ. του στόμα·
I. στόμιο, δηλ. άνοιγμα σπηλαίου, σε Σοφ.· σπηλιά, θόλος, σε Αισχύλ.· θήκη μοχλού, υποδοχή σύρτη, σε Ανθ.
II. σιδερένιο τμήμα από χαλινάρι που μπαίνει στο στόμα, χαλινάρι, σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., στόμιον Τροίας, «χαλινάρι» της Τροίας, το βασανιστήριο της Τροίας, δηλ. ο στρατός των Ελλήνων, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στόμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στόμα· καθόλου, στόμα, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 16· στομίοισι δυσαλθὲς Νικ. Ἀλεξιφ. 12· ἐπὶ δηλητηριώδους ζῴου, αὐτόθι 524, Θηρ. 233. ΙΙ. τὸ στόμα ἀγγείου, κέρασι χρυσᾶ στ. προσβεβλημένοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 183· τὸ στόμα σπηλαίου χρησιμεύοντος ὡς τάφου, Σοφ. Ἀντ. 1217· ἐντεῦθεν, σπήλαιον, ὑπόγειον χάσμα, οἱονεὶ εἴσοδος εἰς τὸν κάτω κόσμον, Αἰσχύλ. Χο. 807 (περὶ τῶν Δελφῶν), πρβλ. Πλάτ. Πολ. 615D, E· - ἐπὶ παντὸς ἀνοίγματος, Τίμ. Λοκρ. 101D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 2· κοιλότης ἐξ ἧς αἴρονται ἄνεμοι, ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4. 28· στ. γάστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 509· ἡ θήκη μοχλοῦ, στομίοις κλῇθρα δέχοισθε Ἀνθ. Π. 7. 391. ΙΙΙ. τὸ εἰς τὸ στόμα ἐμβαλλόμενον σιδήριον τοῦ χαλινοῦ, χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. 1. 215· χάλυβος.. στόμιον παρέχουσα Σοφ. Τρ. 1261· γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων Αἰσχύλ. Πρ. 287· δακὼν δὲ στ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος αὐτόθι 1009· στόμιον δέχεσθαι Σοφ. Ἠλ. 1462· στ. ἐνδακεῖν Εὐρ. Ἱππ. 1223· συνδάκνειν Ξεν. Ἱππ. 6, 9· στ. Τροίας, «χαλινάρι» τῆς Τροίας, βασανιστήριον αὐτῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 133. 2) = φορβειά, Εὐστ. 539. 16. 3) γυναικεῖον κόσμημα τοῦ τραχήλου, Πολύδ. Ε, 98.

Middle Liddell

στόμιον, ου, τό, [Dim. of στόμα:]
I. the mouth of a cave, Soph.: a cave, vault, Aesch.: the socket of a bolt, Anth.
II. a bridle-bit, bit, Hdt., Trag.; metaph., στ. Τροίας a bit or curb for Troy, i. e. the Greek army, Aesch.

English (Woodhouse)

bit, entrance, mouth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)