συγκαθέζομαι

From LSJ
Revision as of 05:30, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθέζομαι Medium diacritics: συγκαθέζομαι Low diacritics: συγκαθέζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkathézomai Transliteration B: synkathezomai Transliteration C: sygkathezomai Beta Code: sugkaqe/zomai

English (LSJ)

A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma).
II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθέζομαι: (fut. συγκαθεδοῦμαι)
1 садиться рядом или вместе (ἐπειδὴ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);
2 заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);
3 сидеть на корточках Plut.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῖοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].

Greek Monotonic

συγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, κάθομαι μαζί με, συνεδριάζω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.

Middle Liddell

fut. -εδοῦμαι
to sit down together, Plat.