ἰλυόεις
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
[ῑ], ἰλυόεσσα, ἰλυόεν, (ἰλύς) muddy, ποταμός A.R.2.823; ζάλος Nic. Th.568: metaph., ἀχλὺς ἰλυόεσσα, of the soul's material envelope, App.Anth.3.146 (Theon).
German (Pape)
[Seite 1251] ἰλυόεσσα, ἰλυόεν, schlammig, kotig, unrein; πεδίον Ap. Rh. 2, 823; ζάλον Nic. Th. 568; a. Sp.; ἀ χλ ύς Thco Al. 4 (App. 39).
French (Bailly abrégé)
ἰλυόεσσα, ἰλυόεν;
bourbeux, fangeux.
Étymologie: ἰλύς.
Greek Monolingual
ἰλυόεις, ἰλυόεσσα, ἰλυόεν (Α)
γεμάτος λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + κατάλ. -οεις (πρβλ. αλγινόεις, διακρυόεις)].
Greek Monotonic
ἰλυόεις: [ῑ], ἰλυόεσσα, ἰλυόεν (ἰλύς), λασπωμένος, ακάθαρτος, βορβορώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰλυόεις: ἰλυόεσσα, ἰλυόεν (ῑλ) илистый, т. е. мутный, нечистый (ἀχλύς Anth.).