προσεῖδον

From LSJ
Revision as of 11:15, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεῖδον Medium diacritics: προσεῖδον Low diacritics: προσείδον Capitals: ΠΡΟΣΕΙΔΟΝ
Transliteration A: proseîdon Transliteration B: proseidon Transliteration C: proseidon Beta Code: prosei=don

English (LSJ)

inf. προσιδεῖν, part. προσῐδών, aor. 2 without pres. in use, προσοράω being used instead:—
A look at or upon, Hes.Fr.93.2, Hdt.1.129, A.Pr.553 (lyr.), S.OT1372, etc.; π. φάος ἀλίω Sapph.69:—Med. προσιδέσθαι, first in Pi.P.1.26, A. Pers.48 (anap.), 694 (lyr.) (found as v.l. in Od.13.155, Hes.Sc. 386).
II Pass. προσείδομαι, to be like, A.Ch.178.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεῖδον indic. aor. act., voor praes. vormen, zie προσοράω, kijken naar.

Greek Monotonic

προσεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, μτχ. -ῐδών, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, προσοράω, χρησιμοποιούμαι στη θέση άλλου,
I. παρατηρώ ή βλέπω σε, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. Παθ., προσείδομαι, μοιάζω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεῖδον: ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. προσοράω (πρβλ. ὡσαύτως πρόσοιδαβλέπω πρός τινα ἢ πρός τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, (διότι ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι ὅμοιος, Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε εἴδω Α. ΙΙ. 3.

Middle Liddell

inf. -ῐδεῖν part. -ῐδών [aor2 without any pres. in use, προσοράω being used instead.]
I. to look at or upon, Hdt., Aesch., etc.:—also in Mid. προσῐδέσθαι, Pind., Aesch.
II. Pass. προσείδομαι, to be like, Aesch.