παράπληκτος Search Google

From LSJ
Revision as of 13:40, 30 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "===(\w+)===" to "===$1===")

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπληκτος Medium diacritics: παράπληκτος Low diacritics: παράπληκτος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: paráplēktos Transliteration B: paraplēktos Transliteration C: parapliktos Beta Code: para/plhktos

English (LSJ)

Dor. παράπλακτος, ον, demented, crazy, frenzy-stricken, mad, χείρ S.Aj. 230 (lyr.) ; ὀμφά Melanipp. 4.4 ; mad, LXX De. 28.34. = παραπληκτικός (paraplegic, semi-paralyzed), παράπληκτος τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp. Aër. 10.

German (Pape)

[Seite 494] verrückt, wahnsinnig, wüthend; χείρ, Soph. Ai. 226; vgl. Melanippid. bei Ath. X, 429 c. – Gew. = Vorigem, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράπληκτος -ον [παραπλήττω] halfzijdig verlamd. waanzinnig.

Russian (Dvoretsky)

παράπληκτος: пораженный безумием, неистовый (χείρ, sc. Αἴαντος Soph.).

Greek Monolingual

-η, -ο / παράπληκτος, -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ παραπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον
με μανιώδη τρόπο, με μανία
αρχ.
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

παράπληκτος: -ον (πλήσσω), πληγμένος από μανία, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παράπληκτος: -ον, μαινόμενος, μανικός, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ παραπληκτικός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.

Translations