παναγής

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰγής Medium diacritics: παναγής Low diacritics: παναγής Capitals: ΠΑΝΑΓΗΣ
Transliteration A: panagḗs Transliteration B: panagēs Transliteration C: panagis Beta Code: panagh/s

English (LSJ)

παναγές,
A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20.
II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.

German (Pape)

[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] zeer heilig.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναγής: окруженный святостью, неприкосновенный (παρθένοι Plut.).

Greek Monolingual

(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσαγής].
(II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευαγής].

Greek Monotonic

πᾰνᾰγής: -ές, ιερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacrosanctus, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.

Middle Liddell

πᾰνᾰγής, ές
all-hallowed, Lat. sacrosanctus, Plut.