ἐπιγηθέω

From LSJ
Revision as of 09:15, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγηθέω Medium diacritics: ἐπιγηθέω Low diacritics: επιγηθέω Capitals: ΕΠΙΓΗΘΕΩ
Transliteration A: epigēthéō Transliteration B: epigētheō Transliteration C: epigitheo Beta Code: e)pighqe/w

English (LSJ)

rejoice, triumph over, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ' ἐπεγήθει A.Pr.157; exult in, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Opp.H.1.570:—also in form ἐπιγενν-γήθω, τοῖς γινομένοις Simp.in Epict.p.88D.

German (Pape)

[Seite 932] (s. γηθέω), sich darüber freuen; τινί, Aesch. Prom. 156; γάμῳ δ' ἐπιγηθήσαντες Opp. H. 1, 570; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se réjouir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γηθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγηθέω: ликовать, радоваться (τινι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγηθέω: γηθέω, χαίρω ἐπί τινι, ἐπιχαίρω, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ’ ἐπεγήθει Αἰσχύλ. Πρ. 157 (ἐνθα ὁ Elmsl. διώρθωσεν ἐγεγήθει, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ γέγηθα ἔχει ἀείποτε σημασίαν ἐνεστ. παρ’ Ἀττ.): -γαυριῶ, χαίρω διά τι, εὐφραίνομαι, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.

Greek Monotonic

ἐπιγηθέω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αναγαλλιάζω ή πανηγυρίζω, τινί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to rejoice or triumph over, τινί Aesch.